Saturday, September 5, 2009

ο νταής Παναής Αλτσίτζογλου (1899 - ...) - Η πρώην "φθοροποιός μηχανή" και το πλάσμα από αέρα και φως...



Χαρτογράφηση, εν έτει 2009, των πρόσφατων κινήσεων ενός παλιού, πρώην νταή, γεννηθέντος εν έτει 1899 και της συνάντησής του μ΄ένα σημερινό θηλυκό πλάσμα, φτιαγμένο από αέρα και φως




Ο χρόνος τον είχε ολότελα λησμονήσει. Το ήξερε και δε το συλλογιόταν καθόλου. Έμοιαζε βία πενηνταπεντάρης. Δε θα σας τον περιγράψω, δεν έχει σημασία. Θα πω μοναχά ότι είχε ελαφρά μελαψό δέρμα και γκρίζα, μυστηριακά και λαμπερά μάτια σα γάτας. Δεν είχε την παραμικρή ενόχληση απ΄το μέσα του, ούτε συνάχι δε τον έπιανε. Μιά ευθεία γραμμή που τραβούσε μπροστά.


Κάτω και απέναντι, είδε μιά πέτρα πάνω στο πεζοδρόμιο που άλλαζε σχήματα. Κάποιος την κλώτσησε αλλ΄αυτή δε κουνήθηκε. Ο κάποιος την κοίταξε παραξενεμένος και συνέχισε το δρόμο του.


Τεντώθηκε στην καρέκλα του και φώναξε γιά ένα καφέ ακόμα. Το φιντάνι του κάθονταν τρία τραπέζια πιό πέρα και τον κοίταζε ακίνητος. Περίμενε εντολές. Του είχε δώσει απ΄τις προάλλες μιά λίστα με αριθμημένους στόχους και αναλυτικές λεπτομέρειες. Δε χρειαζόταν παρά να σηκώσει το χέρι του και να δείξει με τα δάχτυλά του το νούμερο του στόχου. Έφτανε αυτό γιά να γίνει η δουλιά.
Χτύπησε το κινητό.


- Πού είσαι;
- Στο γνωστό.
- Να τα πούμε το βραδάκι;
- Να τα πούμε.
- Θέλεις νάρθεις ή νά΄ρθω εγώ;
- Έλα εσύ.
- Είναι καλά στις εφτά;
- Ναι.
- Γιατί είσαι έτσι κρύος; Έχει γίνει κάτι;
- Πίνω τον καφέ μου.
- Καλά. Στις εφτά. Έχεις τίποτ΄άλλο να μου πεις;
- Όχι.
- Εντάξει, γειά.


Τό΄κλεισε. Κοίταξε πάλι προς τη μεριά της πέτρας. Δεν ήταν πιά εκεί. Η άκρη του ματιού του πετάρισε. Το χρώμα του ανθρώπου μας άρχισε ν’ αλλάζει. Πρώτα, μιά αλαφριά πράσινη απόχρωση που ξεκίνησε απ΄τις ρίζες των μαλλιών του στο μέτωπο και άρχισε να κατεβαίνει προς τα κάτω.. Πέρασε στο λαιμό, στα ρούχα, κατέβηκε ως τα καλογυαλισμένα παπούτσια του. Ύστερα σκούρινε το πράσινο κι έγινε γκρίζο ανθρακί. Εκεί σταμάτησε. Το βαρύ του σώμα σηκώθηκε και ξανακάθισε.


Έχω απόλυτη συνείδηση του γεγονότος ότι ίσως αναρωτηθήκατε κιόλας, τί είναι αυτό το βαρύ πλάσμα. Μπορεί να μιλάω με το κενό και νά΄χετε φύγει, γιατί οι παραπάνω γραμμές είναι αδιάφορες και χλιαρές. Γιατί να ενδιαφερθεί κανείς γιά έναν «πολλά βαρύ» που κάθεται και πίνει τον καφέ του και έχει μιά λακωνική επικοινωνία με κάποιον – κάποια ήταν, τελικά – στο κινητό του; Πολύ τριμένα πράμματα. Τα μόνα στοιχεία που μπορεί να υπόσχονται κάτι είναι, η πέτρα που άλλαζε σχήματα και τα χρώματα που τον κάλυψαν στα καλά καθούμενα. Αλλιώς, μέχρι εδώ είναι όλα μάλλον νεκρά.
Ας ξεσκεπάσουμε λοιπόν μερικά κουτάκια.


Ο άνθρωπος αυτός είναι αυτό που λέμε «εγκληματική περίπτωση», κάποιου είδους τουλάχιστο, αποσυρμένος όμως. Δε κάνει ο ίδιος τίποτα, πέρα απ΄το να επεξεργάζεται ιδέες και να βρίσκει στόχους. Οτιδήποτε στόχους. Από μαγαζιά μέχρι διαρρήξεις, φορτηγά που κουβαλούν εμπορεύματα, ματσωμένους που καβαλάνε ακριβά αυτοκίνητα που τα στέλνει σε διάφορες «σκοτεινές» χώρες. Ο ίδιος όμως δε συμμετέχει, όπως είπαμε, καλοί μου άνθρωποι.
Ζει σ΄ένα δυαράκι μιάς απρόσωπης πολυκατοικίας και έχει τα απολύτως απαραίτητα. Γιά τον εαυτό του ελάχιστα ξοδεύει και το φαγητό του είναι απλό, όχι από τσιγκουνιά, όχι, καθόλου. Ήταν πάντα γαλαντόμος ο άνθρωπός μας, αλλά φτάνει, δε του λέει πιά τίποτα. Ας στραφεί η αγορά προς τους νέους καταναλωτές, ας ρουφήξει εκείνους, αυτός δεν είναι κορόιδο.
Μιά φουκαριάρα Εσθονή έρχεται κάπου-κάπου και του καθαρίζει, όταν δεν έχει όρεξη να τα κάνει ο ίδιος. Φίλους δεν έχει πιά. Υπάρχουν 3-4 παλιοί και χαμένοι απο δω κι από κει που έχει χρόνια να τους δει. Τό΄χει ξεπεράσει κι αυτό το χούι. Είναι με τους γείτονες ευγενικός και μετρημένος, όσο χρειάζεται, όχι πολλά-πολλά, προσέχουμε κιόλας. Ένας μόνο ξέρει. Αυτό το νέο παιδί, το φιντάνι του που τό΄χει αναλάβει από τότε που ήταν μιά σταλιά. Είναι ο ουστάς* του. Αυτός πληρώνει όλα τα έξοδα και το παιδί σπουδάζει, να βγει σωστός άνθρωπος, έστω και σ΄αυτή τη σκατοκοινωνία. Και μη νομίσετε, ούτε και το φιντάνι του συμμετέχει στα διάφορα κόλπα. Είναι ο ενδιάμεσος κρίκος. Παίρνει τις εντολές και έχει, με τη σειρά του, τρεις δικούς του ανθρώπους που καθαρίζουν. Όταν γίνει η μοιρασιά πληρώνει τους άλλους, κρατάει το μερίδιό του και ο ουστάς, ο άνθρωπός μας δηλαδή, επενδύει τα μισά γιά το μέλλον του φιντανιού και γιά τη μικρή αδερφή του. Καθαρά χαρτιά.


Και, δυό πράμματα βγάλτε απ΄το μυαλό σας. Ποτέ κάτι που έχει να κάνει με ναρκωτικά, και ποτέ του δε τον άγγιξε. Ποτέ, μα ποτέ. Δεν ήταν απ΄αυτούς. Γι αυτό και το παιδί ορκίζεται στ΄όνομά του. Μιλάνε μεταξύ τους όμως, όσο χρειάζεται. Πρέπει να προσέχουμε. Ότι είχε να του πει, να του μάθει γιά τις σκοτεινιές της ζωής, του τά΄μαθε. Τώρα έχουν μιά λεπτή, κρυστάλλινα καθαρή σχέση με βάσεις σταθερές και απαράβατους κανόνες. Βλέπετε λοιπόν ότι αυτό το βαρύ άτομο που κάθεται και πίνει τον καφεδάκο του, δεν είναι κουμάσι της σειράς.


Νταής παλιός ήτανε. Νταής γιά την πάρτη του. Ποτέ του δε δούλεψε γιά κανέναν άλλον. Απ΄αυτή τη φάρα που χάθηκε από πολύ παλιά, χτισμένος στα χώματα φτωχογειτονιάς της Πόλης. Άνθρωπος ώριμος με κιαφέτι* και εντά.* Οικογένεια, παιδιά, δεν έκανε. Γυναίκες πάμπολλες πέρασαν απ΄τα χέρια του κι όλες έμειναν με μιά πίκρα που δε τον κατάφεραν αλλά, είχαν να λένε γι αυτόν.


Βέβαια, άλλη εντύπωση μπορεί να σας έδωσε μ΄αυτό το στεγνό φέρσιμο, λίγο πιό πριν, στο τηλέφωνο. Δε τό΄παιζε, δεν ήταν αδιάφορος, αλλά η καρδιά του είναι πιά κρύα, δε νιώθει. Είναι τακαβίτης* και ξέρει. Ξέρει την πανίδα και τη χλωρίδα της αγάπης, πως αρχίζει, πως συνεχίζει, πως μπουρδουκλώνεται και τελειώνει.


” Οι γυναίκες και τα λουλούδια είναι ότι πιό όμορφο υπάρχει στον κόσμο. Θες να ζήσεις μιά κανονική ζωή, βρες το συμπλήρωμά σου και πορέψου. Αν σου βγαίνει όμως αλλιώς, αν θες να είσαι εσύ κι ο εαυτός σου και να μπεις σε άλλα μονοπάτια, να βλέπεις τη ζωή απέξω, άστες, μη τις τυραννάς. Άστες να βρουν κάποιον άλλον να πορευτούν κι αυτές όπως ξέρουν. Η γυναίκα θέλει ν΄ασχοληθείς μαζί της, να χτίσεις μαζί της, να νιώθει ότι αυγατίζετε και την υπολογίζεις. Α δε μπορείς να τα κάνεις αυτά άστες, μη τις σκοτεινιάζεις γιατί αλλιώτικα βλέπουν αυτές τον κόσμο. Μη τους δίνεις ψεύτικες ελπίδες να κάτσουν και να σε περιμένουν.
Περνούν τα χρόνια τους κι είναι κρίμα. Άστες να βρουν ένα άλλο παλληκάρι. Κι αν φτάσεις στα δύσκολα χρόνια και χρειάζεσαι βοήθεια, μη στραφείς σ΄αυτές να σε νταντέψουν. Κάτσε μόνος σου, ή μπες σ΄ένα γεροκομείο. Η γυναίκα είναι ένα λουλούδι, χρειάζεται φροντίδα, κουβέντα και αγάπη. Δε μπορείς να τα δώσεις αυτά, πορέψου μόνος…”.
Έτσι έλεγε στο φιντάνι όταν του μάθαινε.


Αυτό το νέο κορίτσι – γιατί ένα νέο κορίτσι του μίλαγε στο κινητό – άμα το βλέπατε δίπλα του θ’ απορούσατε. Τί κάνει αυτή η ανοιξιάτικη δροσιά μ΄αυτό τον άνθρωπο, θα λέγατε. ΄Ενα πλάσμα φτιαγμένο από αέρα και φως, χάρμα να το βλέπεις, από ένα κόσμο που αυτός ποτέ δε τον γούσταρε, αλλ΄αυτή ήτανε – πώς να το πούμε; - μιά χρυσή καρδιά.


ουστάς, ο = μάστορας, δάσκαλος
κιαφέτι, το = ύφος
εντάς, ο = αέρας ενός ανθρώπου
τακαβίτης, ο = απόμαχος


(συνεχίζεται)
________________________________

2o

Καθόταν κι έτρωγε σ΄ένα ταβερνάκι, που κατά λάθος υπήρχε ακόμα, πριν από κανένα χρόνο. Έξω καθόταν, τελευταίος είχε μείνει, το κατάστημα τα μάζευε. Στην άκρη μιάς πλατείας ήταν κι εκείνη πέρασε. Έκανε το γύρω της πλατείας γιά να κόψει σ΄ένα κάθετο δρόμο, όταν της βγήκε ο ένας μπροστά της. Κάτι της είπε, εκείνη σταμάτησε, τον κοίταξε αμίλητη κι έκανε να συνεχίσει. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, ερημιά. Πήγε να του φύγει από τα πλάγια, αλλ΄αυτός την άρπαξε απ’ το μπράτσο και την ακινητοποίησε. Πάτησε ένα σφυριγματάκι κι ήρθαν ακόμα δυό που κάθονταν στο παρκάκι της πλατείας. Ήρθαν χαζογελώντας και στήθηκαν γύρω της.


Ο άνθρωπός μας κοίταξε προς τη μεριά τους ανέκφραστος, κρατώντας το πηρούνι με την τελευταία μπουκιά. Άφησε κάτω το πηρούνι κι έβαλε το χέρι του στη πίσω τσέπη. Έβγαλε ένα λεπτό σκούφο και τον φόρεσε, ως λίγο πιό κάτω από τα μάτια. ”Πσσστ…”, έκανε. Αυτοί γύρισαν. Έστριψε τον καρπό του δείχνοντας με την παλάμη να ηρεμήσουν και με τον αντίχειρα να του δίνουν. Του απάντησε ο ένας, ο πιό αδύνατος, με αντίστοιχη χειρονομία ”α, παράτα μας!” και μετά έδειξε ανάμεσα στα σκέλια του.


Ο δικός μας ανασήκωσε το μπατζάκι του κι έβγαλε ένα κοντό μαχαίρι. Έπιασε τη λάμα του σφιχτά μες τη παλάμη, αφήνοντας μόνο τη μύτη να προεξέχει. Σηκώθηκε και προχώρησε προς το μέρος τους.


-Τί θε, ρε μαλάκα; του είπε ο ένας. Α, τράβα, να τελειώσεις το φαγητό σου!


Δε χρειάζεται να αναλωθούμε σε περιγραφές. Αμίλητος, σα ψυχρή φθοροποιός μηχανή, τους χάραξε τόσο, όσο που να τους πάρουν τα αίματα. Το βάλαν στα πόδια σα κότες. Το κορίτσι είχε απομείνει σα στήλη άλατος και έτρεμε. Έτσι γνωριστήκαν. Κάθησε γιά λίγο μαζί του, ήπιε κρασάκι κι όταν συνήλθε της έδωσε το τηλέφωνό του. ”Άμα χρειαστείς βοήθεια, τέτοια ή αλλιώτικη, πάρε με”, της είπε. Πήρε το χαρτί, σήκωσε το ποτήρι στην υγειά του και την κατάπιε η νύχτα.


Τον πήρε μετά από κανένα δίμηνο.
- Όχι γιά βοήθεια, μόνο να ρωτήσω τι κάνεις.
- Καλά είμαι, ΄συ;
- Μιά χαρά. Μήπως ευκαιρείς να σε δω;
- Αμέ, άμα το θες...
- Το θέλω!


Έτσι ξεκίνησε κάτι που δε ξέρω αν θα το λέγαμε σχέση. Το κορίτσι είχε τη ζωή του κι εμφανιζόταν κάθε τόσο. Πήγαινε στο σπίτι της, ή αυτή στο δυαράκι του,του μιλούσε γιά τα δικά της κι αυτός την άκουγε στωικά. Τον ρωτούσε γιά κείνον, τί να της πει; Πως γεννήθηκε το 1899; Απόφευγε και της χαμογέλαγε.


Τη πρώτη φορά που σμίξαν τα σώματά τους, κάτι που εκείνη του ζήτησε, τον κοίταγε όλες τις ώρες που πέρασαν, ολότελα μπερδεμένη. Κανέλα μοσκοβολούσε όλος και η ανάσα του.


- Το σώμα σου είναι σα πέτρα, τού΄λεγε και χάιδευε το μέτωπό του με το ένα της δάχτυλο. Δε της απαντούσε, μόνο χαμογέλαγε. Αυτό που τη μπέρδεψε όμως για τα καλά ήταν κάτι άλλο. Συνηθισμένη σε διάφορους πασταφλόρους, βρέθηκε στην αγκαλιά ενός ανθρώπου που είχε τελείως διαφορετικές συμπεριφορές. Ήταν σιωπηλός, ανάσαινε μαλακά κι έδειχνε καθαρά ότι της δίνει απόλυτη προτεραιότητα. Τη χάιδευε ατέλειωτα με τις μεγάλες παλάμες του, κάθ΄ εκατοστό του σώματός της κι έμοιαζε να μη νοιάζεται καθόλου γιά τον εαυτό του, μόνο γιά κείνηνε. Δε την άφηνε να παίρνει πρωτοβουλίες, μ΄έναν επιτήδειο και τρυφερό τρόπο της μάθαινε να δέχεται αυτά που της έδινε. Κάθε που εκείνη προσπαθούσε, την αποδιοργάνωνε κοιτάζοντάς την, παρακαλεστικά, με τα γκρίζα μάτια του που την παρέλυαν.


- Μα, γιατί δε μ΄αφήνεις να σου δώσω;
-Παραπέρα απ΄ότι μου δίνεις; Είσ΄ένας κήπος κι εγώ ένας περιβολάρης. Ξέρεις πως νιώθουν οι περιβολάρηδες;
-Από πού να ξέρω, ξεκαρδίζονταν εκείνη.
-Οι περιβολάρηδες είναι, ίσως οι πιό ευτυχισμένοι στο ντουνιά, γιατί παίρνουν χαρά,αγάπη κι ευγνωμοσύνη από εκατό μεριές…


Έδειχνε νά΄χει απόλυτο έλεγχο πάνω στο σώμα του και την έφτανε ξανά και ξανά και ξανά. Κι όταν εκείνη είχε πιά ξεχειλίσει της ζητούσε – όταν το ζητούσε – το μικρό του μερίδιο και τότε, αυτό το βαρύ, πέτρινο σώμα γίνονταν μιά πολιορκητική μηχανή που βούιζε, που μούγκριζε, που τραβούσε μέσα του όλον τον αέρα της κάμαρης, βγάζοντάς τον πάλι με σπασμούς.


-Αυτό; τον είχε ρωτήσει βλέποντας την πρώτη φορά μιά στραβιά και βαθιά ουλή πάνω στη κοιλιά του.
-Άστο.
-Όχι, πες μου!
-Μιά κακιά στιγμή που βρήκα το μάστορά μου.
-Που θα πει;
- Άστο, καλύτερα…


Και μετά χωρίζανε, χωρίς να πουν τίποτα γιά το αν θα υπήρχε επόμενη φορά.


Κοίταξε το ρολόι του. Είχε πάει δώδεκα, το φιντάνι θά΄πρεπε να φύγει όπου νά΄ναι. Τού΄ριξε μιά γρήγορη ματιά, ανασήκωσε το φρύδι, ”τίποτε άλλο γιά σήμερα” κι εκείνος συγκατάνευσε, σηκώθηκε κι έφυγε.


Ο άνθρωπός μας – που λησμόνησα να σας πω πως τ΄όνομά του είναι Παναής Αλτσίτζογλου – κάθησ΄ακόμα λίγο και μετά έφυγε κι αυτός. Κατηφόρησε προς το κέντρο. Είχε στα σχέδιά του να περάσει να κουρευτεί και μετά νά΄παιρνε το μετρό και νά΄ριχνε μιά ματιά σ΄ένα βυσινί AUDI που πάρκαρε κάθε μέρα έξω από μιά εταιρία και τού΄χε γυαλίσει.


Περπατούσε ήρεμα, φορώντας ουδέτερα γυαλιά ήλιου γιά να μη φαίνονται τα γκρίζα, λαμπερά μάτια του και προσπαθώντας να μη τραβάει τη προσοχή με το μέγεθός του. Κοίταζε γύρω δήθεν αδιάφορα, αλλά το μυαλό του έβγαζε σπίθες απ΄τις πολλές στροφές. Τις τελευταίες μέρες τού΄χε καρφωθεί στο μυαλό ότι τον παρακολουθούνε. Ήταν πιό πολύ μιά αίσθηση, παρά κάτι συγκεκριμένο που είχε προσέξει. Υπήρχαν όμως μέσα του καλοακονισμένες προεκτάσεις των αισθήσεων, εξασκημένες από παλιά πείρα. Δεν έκαναν ποτέ λάθος, ούτε και τώρα.


Πραγματικά, ήταν δυό λαγωνικά που τον παρακολουθούσαν. Η απόφαση πάρθηκε σ΄ένα τμήμα της Ασφάλειας, μετά από μιά σύντομη συζήτηση. Η υπόθεσή του δε τους ενδιέφερε, αλλά ήταν κάποιος ανώτερος που του είχαν τριβελίσει το κρανίο διάφορα χαρτιά που περνούσαν μπροστά του και αφορούσαν τον Αλτσίτζογλου. «Πόσο καιρό θα μας κοροϊδεύει αυτός; Χρόνια τώρα κινείται στο σκοτάδι, συνεργάσιμος δεν είναι, να τα σκάει δε τα σκάει, ε, νισάφι! Ρε, Λευτέρη, γιά έλα ΄δω. Το και το. Έχε τα μάτια σου δεκατέσσερα μονάχα, ο μάγκας είναι επικίνδυνος. Δε τό΄χει σε τίποτα να σε κάνει φέτες. Πάρε κι άλλον ένα μαζί σου και κράτα με ενήμερο!». Κι έτσι, τον πήραν στο κατόπι. Ο έτσι Λευτέρης τον ακολουθούσε από καμιά δεκαπενταριά μέτρα και ο άλλος, από απέναντι.


Μη νομίσετε τώρα ότι αυτή η ιστορία θα γυρίσει σε αστυνομική, μου είναι αδιάφορο κάτι τέτοιο. Ο προβολέας είναι γυρισμένος μονάχα πάνω στο ψυχρό, στεγανό και δυσκολοδιάβατο ψυχικό τοπίο του Παναή Αλτσίτζογλου. Όλα τ΄ άλλα είναι βοηθητικές παρενθέσεις.


Στο κουρείο αναγούλιαζε με τη γύρω ατμόσφαιρα και τα λεγόμενα. Ο κουρέας ήταν λίγο γυναίκα και παρλάριζε ασταμάτητα με τρεις άλλους που περίμεναν και λέγαν ότι τους κατέβαινε στη γκλάβα. Πλήρωσε κι έφυγε βιαστικά.
Κατέβηκε στο μετρό και ενώ έδειχνε πως θα έμπαινε σ΄ένα βαγόνι, έκανε μιά γρήγορη κίνηση και μπήκε στο διπλανό του. Υπέθεσε πως αυτός ή αυτοί που τον παρακολουθούσαν είχαν σκοτωθεί να προλάβουν να μπουν στο ίδιο, ή μπορεί και να ήταν στο διπλανό. Έβγαλε μιά εφημερίδα κι έκανε πως διάβαζε. Κατέβηκε μετά από δυό σταθμούς, κρατώντας στο χέρι του ένα αντικείμενο που κατέληγε σε μιά λεπτή λαμίτσα. Προχώρησε ήρεμα στην πλατφόρμα και, ξαφνικά, έστριψε, άνοιξε πολύ γρήγορα τον κλεισμένο ανελκυστήρα προσωπικού και χώθηκε μέσα. Βγήκε δυό ορόφους πιό πάνω και, τό΄βαλε στα πόδια. Σταμάτησε ένα ταξί και το άφησε πέντε στενά πριν την εταιρία που λέγαμε. Στάθηκε καμιά εκατοστή μέτρα μακριά της και έστειλε ένα μήνυμα στο φιντάνι του με ένα Χ+Κ. Το Χ σήμαινε «με παρακολουθούν» και το Κ «καθάρισε». Τα υπόλοιπα δε τον αφορούσαν, ήταν δουλειά άλλων.


Άναψε ένα τσιγάρο και με μιά μικρή κάμερα με δυνατό ζουμ, πήρε μερικές φωτογραφίες το βυσινί αυτοκίνητο και την εταιρία.
Μήνυμα στο κινητό. Από ένα παλιό γνωστό που δούλευε «μέσα». Ένα Κ+Χ. «Σε κυνηγάνε, χάσου».
Βρήκε μιά απόμερη γωνιά, έριξε κάτω το κινητό του και το σύντριψε με μιά δυνατή τακουνιά. Το πέταξε σ΄ένα καλάθι αχρήστων και γύρισε πίσω με το λεωφορείο.

(συνεχίζεται)
________________________________

3ο
 
Όπως τα δυό λαγωνικά που τον έχασαν στο μετρό, έτσι κι εγώ έχασα τα ίχνη του, απ΄τη στιγμή που μπήκε στο λεωφορείο. Πλανιόμουνα πάνω απ΄την πόλη, αχ, ξένη πιά πόλη μου, και δε τον απαντούσα πουθενά, ως τις εφτά που συνάντησε το πλάσμα που ήταν φτιαγμένο από αέρα και φως.


-Μήπως σ΄έχει κουράσει που συναντιόμαστε, τον ρωτάει καθισμένη οκλαδόν στοπάτωμα μπροστά του.
-Όχι, καθόλου. Χαρά μου δίνεις και προσπαθώ να στη γυρίσω πίσω.
-Δεν έχω συναντήσει άλλον άνθρωπο σαν κι εσένα. Είσαι ζεστός και παγωμένος, ταυτόχρονα. Δε ξέρω πως να είμαι μαζί σου. Μ΄αγαπάς καθόλου;


Αυτή η ερώτηση ήταν η αχίλλειος πτέρνα του από τα πολύ βαθιά χρόνια. Κάθε που τον ρωτούσαν μπλόκαρε και δεν ήξερε τι να πει. Απ΄όσο μπορώ να δω μέσα του, μόνο μιά φορά, ίσως, δε τον δυσκόλεψε. Κάποτε, ήταν μαζί μ΄ένα κορίτσι μικροκαμωμένο από τη Σμύρνη. Αυτός πηγαινοέρχονταν, κάνοντας διάφορες ασαφείς εμπορικές συναλλαγές και διευκολύνσεις. Όταν στα 1921 ήρθε ο ελληνικός στρατός και μυρίστηκε τι έμελλε να συμβεί, τη συνάντησε και της ζήτησε να φύγει από το σπίτι της, να φύγουν μαζί. Θα πέρναγαν στη Μυτιλήνη, μετά στη Σαλονίκη κι από κει στα Βαλκάνια. Εκείνη δε πήρε σοβαρά τις προειδοποιήσεις του γιά το μαύρο σύννεφο που θα΄ρχόταν και τού΄πε πως ίσως αργότερα, πως δε γινόταν ν΄αφήσει τη μάνα και τη μικρή αδερφή της μονάχες τους. Θυμάται πως της είπε, «αν μ΄αγαπάς, κάντο». Εκείνη είχε κλάψει, δε του απάντησε, την έφαγε το μαύρο ποτάμι. Αυτό ήταν το τελευταίο που θυμάται από το φρούτο της αγάπης. Άλλος κόσμος όμως και άλλοι άνθρωποι τότε.


- Δε μου απαντάς.
-Θα σου δώσω ένα άλλο νούμερο. Έχασα το κινητό μου.
-Το νούμερο να μου το δώσεις, αλλά σε ρώτησα κάτι.
-Πρέπει να με ξεχάσεις γιά λίγο καιρό. Θα λείψω.
-Αυτό σημαίνει τέλος;
- Όχι.
-Δε μ΄απάντησες. Μ΄αγαπάς καθόλου;
-Δε μπορώ ν΄απαντήσω.
-Τότε, θέλω να σε νιώσω βαθιά μέσα μου, σα νά΄ταν η τελευταία φορά.


Εκείνος είχε κιόλας φύγει. Ήταν και δεν ήταν εκεί. Ο βαρύς, πέτρινος όγκος του λειτούργησε και τότε σα καλολαδωμένη μηχανή αλλά,ούτε μερίδιο ζήτησε, ούτε την άφηνε να συναντήσει το βλέμμα του. Εκείνη κατάλαβε, έκρυψε ένα δάκρυ κι έφυγε, σιωπηλή και αθόρυβη.


Δε ξέρω σε ποιό σκιερό τοπίο κρύφτηκε ο Παναής Αλτσίτζογλου. Ξέρω πως θα γυρίσει και τότε, θα ξαναπιάσω το νήμα...


(συνεχίζεται)
_______________________________


4o


Δεκατρείς μέρες μ΄ένα πεθαμένο φίλο…



Ο άνθρωπός μας εντοπίστηκε. Ας μου επιτραπεί να μην αποκαλύψω το γεωγραφικό τόπο γιατί τον ψάχνουνε και, ακόμα και οι τοίχοι έχουν αυτιά, (αν και προτιμώ το ανάποδο, ”και τ΄αυτιά έχουν τοίχους”), γιατί απ΄τη στιγμή που είδα στην τηλεόραση τον Bill Clinton, τον καιρό που ήταν πρόεδρος, που γιά να πει κάτι εμπιστευτικό σ΄έναν υψηλό επισκέπτη του γύρισε την πλάτη στις κάμερες και έβαλε το χέρι μπρος απ΄το στόμα, άλλαξε και η συμπεριφορά μου σε πολλά πράγματα...)


Θυμάστε εκείνη την πέτρα που άλλαζε σχήματα; Ίσως τη θεωρήσατε ένα ευφάνταστο (;) παιχνίδι με τις λεξεις. Δεν επρόκειτο όμως γιά κάτι τέτοιο. Έχουμε πολλά ακόμα να μάθουμε γιά τις πέτρες ή μάλλον, δε ξέρουμε τίποτα γι αυτές. Κάποιοι έχουν κάνει κάποιες εικασίες μονάχα. Μιά άλλη πέτρα, με παραπλήσια συμπεριφορά, συναντήσαμε στην ιστορία «Η Νίτσα – το σώμα μετέωρο" (βλ. http://elkibra-rebetisses.blogspot.com/2009/02/blog-post_28.html)Κι εκεί κάτι σημαδιακό ήτανε, μόνο που δε βρήκε την ευκαιρία να εκδηλωθεί.


Οι πέτρες κρατάνε μέσα τους φυλακισμένη μνήμη απ΄το παρελθόν. Τίποτα δε πάει χαμένο. Όλα τα συμβάντα, κύρια οι βαρβαρότητες κι οι βιασμοί που διαπράξαμε πάνω στο σώμα της Γης, είναι αποθηκευμένες και καλά φυλαγμένες.


Ποιός να ξέρει τώρα από που κρατούσε η σκούφια αυτής της πέτρας που κείτονταν στο πεζοδρόμιο, μπροστά απ΄τον πρώην νταή Παναή Αλτσίτζογλου, εκείνο το πρωινό πού΄πινε τον γκαϊφέ του. Το ότι ξανακοίταξε προς το μέρος της και δεν την είδε, επίσης δεν ήταν τυχαίο. Όπως θυμάστε, η πέτρα δε μετακινήθηκε όταν κάποιος την κλώτσησε. Είχε δικό της κέντρο αποφάσεων και μετακινιόταν όταν, και όπως εκείνη ήθελε.


Τέτοια πράγματα τα μισοήξερε και τα πίστευε ο Παναής Αλτσίτζογλου. Γιατί οι παλιοί νταήδες, οι πραγματικοί παλιοί νταήδες και όχι τα γηγενή κακέκτυπα που δημιουργήθηκαν στον Πειραιά, είχαν καρδιά καθαρή σα μικρού παιδιού. Όχι σα τα σημερινά παιδιά που τά΄χουν κάνει να μη ξέρουν που βρίσκονται... ΄Ετζι λοιπόν, μπορώ να σας πω ότι δεν παραξενεύτηκε καθόλου σαν είδε την ίδια πέτρα, ν΄αλλάζει σχήματα μπροστά του, στο μέρος που είχε πάει να κρυφτεί.


Κάθονταν κι έπινε ούζα μ΄έναν κρυφό του παλιόφιλο, τον Σάκη Α. που είχε εγκαταλείψει τον περασμένο χρόνο τα εγκόσμια. Μόλις όμως ένιωσε πως ο φίλος του, που είχε χρόνια να τον συναντήσει και δεν ήξερε τα καθέκαστα, ήταν στο δρόμο προς την καλύβα του, επέστρεψε με ειδική άδεια. Γκριζωπός ήταν στην όψη, μερικά κομμάτια τού΄λειπαν, σκονισμένος ήταν και με χώματα, επέστρεψε όμως πριν φτάσει ο Παναής. Σκούπισε, σφουγγάρισε, έκανε την παρατημένη καλύβα λαμπίκο. Ψώνισε απ΄τη διπλανή πόλη, να μη τον δουν και πάθουν τραμπάκουλο, βρήκε νταμίρα, πήρε και παστουρμά που θυμόταν ότι τον λάτρευε ο φίλος του και, να τώρα που κάθονται, απέναντι ο ένας στον άλλον, πίνουν, τσιμπολογάνε και συζητάνε.


Ιστορίες παλιές λένε που αν τις άκουε κάποιος ανίδεος θα του σηκωνόταν η τρίχα όρθια στην κεφαλή, ανθρώπους μνημονεύουν που χάθηκαν πριν την ώρα τους όπως, καλή ώρα ο Σάκης.


- Να σε ρωτήσω πως είν΄εκεί κάτω, να ξέρω τουλάχιστο τι με περιμένει, λέει οΠαναής.
- Ξέχνα το. Τί άλλα;


Του λέει γιά το κορίτσι και το Σάκη τον παίρνουν τα κλάματα. Νοσταλγεί...


- Έλα, ρε Σάκη, δε πάει χρόνος που έφυγες μού΄πες...
- Ε και; Ένας χρόνος είναι μιά αιωνιότητα χωρίς αυτό. Τί μου λες τώρα;


Λέγαν, λέγαν, μέχρι που λάλησαν τα κοκόρια. Και πέρασαν ημέρες δώδεκα και τη δέκατη τρίτη το βράδυ που πάλι τα πίναν και τα λέγαν, μιά μαύρη σκιά πλησίασε και στάθηκε στα δυό μέτρα.
- Σάκη, έκανε η σκιά.
- Ναι, τό΄πιασα. Μ΄αφήνεις κι αυτή τη βραδυά με το φιλαράκι μου;
- Άντε, χαλάλι σου. Και τη μέρα αύριο όσο θα φέγγει, το βραδάκι όμως, ξεκίνα!
- ΄Ντάξει, έγινε!


Η πέτρα πιό πέρα έλαμψε και φυλάκισε τη συνομιλία. Ο Παναής δεν έβγαζε τσιμουδιά.


- Λοιπόν, τί λέγαμε, είπε ο Σάκης. Α, αναρωτιόμουνα, πόσο χρονώ έφτασες, ρε ψυχή;
- Α, δε θυμάμαι. Εκατονδέκα, εκατονδώδεκα, κάπου κει...
- Τι λέ΄ρε θηρίο...Μπα, δε ξέρω α θά΄θελα νά΄χα τη χάρη σου. Καλά, δε βαρέθηκες;
- Ε, όσο νά΄ναι, τί να κάνω όμως, λες να φουντάρω;
- Όχι δα και να φουντάρεις. Αυτά είναι γιά άλλους, όχι γιά κάτι σα κι εμάς. Να, λέω,πώς τη βγάζεις;
- Ε, μικροδουλίτσες, ταξιδάκια γιά τις μικροδουλίτσες...δε μου λες, εσύ έπαιζες κιθαρίτσα κάποτε. Την έχεις ακόμα;
- Άκου λέει. Κρυμένη την έχω. Γουστάρεις ε, μπαγάσα...


Ο Σάκης έπαιζε μόρτικια κιθάρα και σολάριζε νταλκαδιάρικα.
- Τί να πιάσουμε να ΄φχαριστήσω το φίλο μου;
- Παλιά σερέτικα της καρδιάς. Δυό κουτάλια έχεις;


Ο Σάκης, νταής ήταν κι αυτός, αλλιώτικος όμως, ντόπιος. Είχε σκορπίσει τα νιάτα του από δω κι από κει, σε κόντρες και πείσματα άχρηστα. Ηφαίστειο ήταν κάποτε, μύγα δε σήκωνε στο σπαθί του. «Κι όταν τα σκέφτομαι λέω, α, ρε Σάκη, μάπας ήσουνα. Γλύστρησ΄η ζωή μεσ΄ απ΄τα χέρια σου, σα το σαπούνι. Έκαψα και τα σωθικά μου με το ούζο. Τσάμπα. Μιά ζωή τσάμπα...»
- Όχι, ρε Σάκη, μη το βλέπεις έτσι. Να μη μετανιώνεις γιά τίποτα. Σε θυμάμαι τι ήσουνα. Δίκαιος, σπαθί. Μάγκας με τα ούλα σου. Όλα όμως έχουν διπλή όψη. Δίκοπα μαχαίρια. Ή έτσι θα κοπείς, ή αλλιώς. Τις καλές στιγμές και τα γλέντια που πέρασες εσύ, ούτε τα ονειρεύτηκαν άλλοι. Θά΄θελες να ζούσες ακόμα με μιά συνταξούλα, τακαβίτης και αραγμένος σ΄ένα καφενείο σα βαλσαμωμένη κουκουβάγια; Πιάσε κάτι τώρα να το πούμε μαζύ!
- Α, ρε Παναή, πάντα σ΄αγάπαγα. Μόνο εσένα παραδεχόμουνα!
- Έλα, έλα, Σάκη,..."Εγώ είμ΄αλάνης, μάνας γιός, μάγκας σωστός στην τρίχα...» , άρχισε να τραγουδάει...


Έπαιξαν, ξεπατώθηκαν. Τελειωμό δεν είχαν, ποταμός ήταν ο Σάκης.


- Τώρα, θα σου πω εγώ ένα. Ένα που δε τό΄λεγε κανείς άλλος, εξόν από κείνον το γλυκό τον μερακλή, το Νούρο. Θά΄ναι γιά σένα και γιά μένα. Γιά δυό λευκές καρδιές.


Άρχισε πάλι ν΄αλλάζει χρώματα ο Παναής Αλτσίτζογλου. Ένα αλαφρό μουσμουλί πέπλο κατέβηκε μπροστά στο πρόσωπό του και άνοιγε, άνοιγε, ώσπου έγινε άσπρο κι από μέσα του βγήκε μιά φωνή αλλιώτικη. Έλεγες πως είχε ανοίξει το στήθος του και τά΄βγαζε όλα χύμα έξω. Αυτός ο μεγάλος και φαρδύς θώρακας που είχε αναπνεύσει φουρτούνες, κρίσεις, πολέμους, που είχε αντικρύσει μύριες φορές το θάνατο κι εκείνος τον είχε προσπεράσει, έβγαζε τώρα το μεδούλι του μπροστά στον πεθαμένο φίλο, ότι πιό σίγουρο μπορούσε να υπάρχει. Η φωνή του προεκτείνονταν σα φίδι που χάιδευε τη νύχτα, τα δέντρα ολόγυρα, τους σκληρούς θάμνους. Σέρνονταν στο χώμα, έμπαινε μέσα στην υγρασία της νύχτας κι έκανε τις νυχτοπεταλούδες ν΄αναριγούν, διέγραφε φωτεινά σχήματα στον αέρα και κατέληγε στην πέτρα που στεκόταν πιό πέρα κι αστραποβολούσε αποθηκεύοντας…


”Ποιός έχει μιά λευκή καρδιά να γίνουμε συντρόφοι,
να περπατούμε ερημιές να μη θωρούμ΄ανθρώποι…”
Όταν τέλειωσε κοίταξε το Σάκη και μετά γύρισε το πρόσωπό του προς το σκοτάδι και μιά βροχή από δάκρυα τον κάλυψε. Ήσυχα δάκρυα, σιωπηλά κι απολυτρωτικά που ξέπλυναν το άσπρο και τον ξαναγύρισαν στο μελαψό του χρώμα. Ήταν αυτά τα δάκρυα όχι παράπονο, ούτε μετάνιωμα γιά κάτι. Απόλυτα συμφιλιωμένος ήταν με το παρελθόν του. Ήταν μονάχα άδειασμα ψυχής από τα φύκια που είχαν κολλήσει απάνω της.


- Ρε Σάκη, θαρρώ πως αυτό που έκανα τώρα, μόνο σ΄εσένα μπροστά θα μπορούσα να το κάνω. Φίλοι κοντινοί δεν είμαστε, εδώ και πολλά χρόνια. Δεν έχει σημασία όμως και το είδες όλες αυτές τις μέρες. Ξεκινήσαμε απο κει πού΄χαμε σταματήσει. Ήταν ξεκούραση και παρηγοριά νά΄μαι κοντά σου. Αύριο φεύγεις και φεύγω κι εγώ, θ΄ανταμώσουμε πάλι σύντομα όμως.
- Μωρέ μη σε νοιάζει, θα τους καταφέρω εγώ να μου ξαναδώσουν άδεια.


Τον κοίταξε τρυφερά ο Παναής και του χαμογέλασε. Δεν εννοούσε έτσι, αλλά δε τού΄πε τίποτα.Την άλλη μέρα το πρωί κατέβηκε στην πόλη, μπήκε σε μιά τράπεζα και τακτοποίησε κάποια θέματα λογαριασμών. Μετά, χώθηκε σ΄ένα Internet-cafe και έστειλε ένα αναλυτικό μήνυμα στο φιντάνι του.


Τώρα είναι στο λεωφορείο του γυρισμού κι αφήνεται να τον πηγαίνει. Κάθεται σα ξύλινος στο κάθισμα και τα μάτια του στηλωμένα στο κενό είναι. Σα νά΄ναι ο μοναδικός επιβάτης.
Έχει κλείσει και μανταλώσει τις πόρτες του και δε μπορούμε καθόλου να δούμε τι σκέφτεται. Τις μέρες με το Σάκη; Το κορίτσι από αέρα και φως; Πώς θα συνεχίσει τώρα που τον έχουν στο κατόπι; Αν αξίζει τον κόπο; Μάλλον νιώθει κομμάτι έρημος. Παραπέρα, δε θα μπορέσω να ξέρω και… κοίτα να δεις! Βγάζει το κίνητό του και γράφει ένα μήνυμα. Στο κορίτσι. ”Φτάνω στο σταθμό υπεραστικών στις 9:30. Μπορείς νά΄ρθεις;” Υπογράφει Γιάννης. Θα καταλάβει εκείνη. Το δάχτυλό του ταλαντεύεται στο send. Σηκώνει τα μάτια και κοιτάζει πάλι στο κενό. Το κλείνει. Μετάνιωσε.


Αφήνεται να τον πάρει ο ύπνος που τον κρατάει μέχρι που το λεωφορείο έφτασε. Τα γκρίζα μάτια του σαρώνουν το άχαρο περιβάλλον του σταθμού. Βγαίνει έξω, κάνει κάποιες παραπλανητικές βόλτες, βεβαιώνεται πως δεν είναι κανείς πίσω του...


(συνεχίζεται)
________________________________


(τελευταίο μέρος)


Ξεκαθάρισμα λογαριασμών


Νάτος, ο πρώην νταής και φθοροποιός μηχανή, που περπατάει σαν υπνωτισμένος μέσα στη νύχτα. Δείχνει πως δε ξέρει κατά που πάει. Περνάει μέσα από φώτα που τον βάφουν με χρώματα φωσφορικά. Άνθρωποι γύρω του κινιούνται, ζευγαράκια από νέα παιδιά που ξεκαρδίζονται ανέμελλα, μοναχικοί και σκυμένοι που γυρίζουν πτώμα στα σπίτια τους, γυναίκες μοναχές που προχωρούν γρήγορα, σα να πηγαίνουν σε κάτι πολύ σημαντικό. Ξένοι έχουν στρωμένες πραμμάτειες με αχρηστα είδη, ένας πουλάει κάτι ξεπλυμένες ζωγραφιές με τραγικά ηλιοβασιλέματα. Αυτοκίνητα καλογυαλισμένα τό΄να πίσ΄απ΄τ΄άλλο, λεωφορεία που μουγκρίζουν βγάζοντας σκοτεινούς ατμούς, τρόλευ. Αηδιάζει. Χώνεται σ΄ένα σκοτεινότερο στενό και αλλάζει δρομολόγιο προς τα Πετράλωνα.


- Μπα, σα τα χιόνια. Καιρό έχουμε να σε δούμε. Πώς έτσι;
- Δε ξέρω, μού΄ρθε.
- Έλα πάνω.
Της αφήνει με το έμπα εκατό euro στο κομοδίνο.
- Πάντα γαλαντόμος. Μακάρι νά΄χα μερικούς ακόμα πελάτες σα κι εσένα.
Της χαμογελάει σα να του σηκώνει ένα βίντσι τα χείλια.
- Άκεφος είσαι. Τί κουβαλάς στην καρδιά;
- Μυρμήγκια. Στην εξοχή ήμουνα.
- Έλα, ξάπλωσε, θα σου περάσουν όλα.
Χύνεται το μεγάλο σώμα του στο κρεβάτι και στηλώνει τα μάτια στο ταβάνι.
- Άντρακλά μου εσύ...
- Κοίτα, αν μπορούσαμε να μη μιλάμε...
- Όπως θέλει τ΄αγόρι μου.


Τζίφος. Δε μπορούσε. Δεν έφταιγ΄εκείνη, κάτι μέσα του που τον κοίταγε μ΄ένα μάτι ειρωνικά. Η γυναίκα του χαμογελάει φιλικά και τον χαϊδεύει στο μέτωπο. Κάτι πάει να του πει, ακουμπάει την παλάμη του στο στόμα της.
- Σσς..., άστο.
Σηκώνεται κι αρχίζει να ντύνεται. Τον κοιτάει εκείνη, πάει να του δώσει πίσω τα λεφτά.
- Αστειεύεσαι; Ήσουν πάντα φίνα μαζί μου, απόψε όμως, κάπως είμαι...


Περπατάει πάλι χωρίς να ξέρει που πάει. Τον πηγαίνει όμως ο άλλος από μέσα του κι απ΄τα Πετράλωνα βρέθηκε στου Ψειρρή. Όχι απλά εκεί αλλά σε συγκεκριμένο σημείο και περνώντας από ένα μπαράκι, τη βλέπει. Κάθεται με δυό άλλα νέα αγόρια και μιά που της μοιάζει πολύ. Μπερδεύεται, κάνει να συνεχίσει, αλλά ο άλλος μέσα του τον φρενάρει. Το γρήγορο μάτι της τον είδε. Μένει άγαλμα γιά μιά στιγμή. Την επόμενη τινάζεται πάνω και βγαίνει έξω τρέχοντας.
- Δε το πιστεύω! Δε το πιστεύω, εσύ, εδώ; Στάσου, περίμενε να πω αντίο κι έφτασα.
Οι άλλοι γυρίζουν και τον κοιτάν παραξενεμένοι. Τραβιέται στο πλάι.Τον αγκαλιάζει και νιώθει ένα άλλο σώμα απ΄αυτό που ήξερε. Σα μαλακό, σα παραλυμένο, που κάπου αλλού βρίσκεται.
- Μού΄λειψες. Δε παραξενεύτηκες που δε σε πήρα καθόλου;
- Δε ξέρω.
- Νόμισες πως δεν ήθελα να σ΄ενοχλήσω, δεν ήταν όμως αυτό. Με πλησίασαν και με ρωτούσαν γιά σένα...


Δαγκώνεται ο Παναής. Σφίγγει το σώμα του και την τραβάει γρήγορα σ΄ένα στενό. Κοιτάζει γύρω του νευρικός. Αυτό δε τό΄χε υπολογίσει. Τη χώνει σε μιά μισάνοιχτη πόρτα και σκάζει μύτη έξω. Περιμένει, τίποτα, ψυχή.


-Κάτι έχεις κάνει. Τί;
- Τίποτα. Με θέλουν γιά παλιές ιστορίες.
Την κοιτάζει και τα μάτια του είναι κουρασμένα αλλά αστράφτουν.
- Είμαι σα χίλια κιλά απόψε. Μείνε μόνο μαζί μου...
- Δε σε πήρα γιατί φοβήθηκα μη παρακολουθούν το κινητό.
- Καλά έκανες. Το δικό μου είναι σε άλλο όνομα. Νεφέλη (επιτέλους, είπε τ΄όνομά της), σ΄εμπιστεύομαι. Τό΄χω κι ανάγκη να σ΄ εμπιστευτώ. Μη φοβάσαι, δεν έχω κάνει κάτι που να με τρομάζει. Και να με βρούνε, δεν έχουν τίποτα να μου φορτώσουν, μονάχα μου τη δίνει όταν με ψάχνουν. Από μικρό παιδί τό΄χα αυτό. Έλα, θα πάρουμε ταξί και θα πάμε κάπου ήσυχα να μιλήσουμε. Μπορείς;


Το ταξί τους άφησε σε μιά σκοτεινή παραλία με κλειστά μαγαζιά. Κάθησαν δυό βήματα από τη θάλασσα και τά΄βγαλε όλα. Όλα, από την αρχή. Ακόμα και την ημερομηνία που γεννήθηκε της είπε, ξαλάφρωσε. Σα νά΄ταν η πρώτη φορά που ήρθε κοντύτερα στους άλλους αυτού του κόσμου. Η Νεφέλη τον άκουσε χωρίς να πει τίποτα, χωρίς να ρωτήσει τίποτα.


- Δεν έκανα λάθος μαζί σου, αξίζεις, της είπε τρυφερά.
- Ούτε κι εγώ με σένα. Είμαι κοντά σου. Θα στηρίξω.
- Ο δρόμος τελειώνει όμως μανίτσα μου, εδώ τελειώνει...
Τινάχτηκε.
- Τελειώνει, τί; Εμείς;
- Όχι, εγώ. Εσύ θα συνεχίσεις.
- Δε το πιάνω. Πες μου!
Ο Παναής κοίταξε πέρα, μέσα στο σκοτεινό της θάλασσας κι είδε την πέτρα να χοροπηδάει στα νερά λάμποντας.
- Κοίτα εκεί. Βλέπεις;
- Όχι. Τί;
- Τίποτα. Κάτι μου φάνηκε πως είδα. Έλα να περπατήσουμε λίγο. Πάρε πρώτα ότι έχω πάνω μου.


Άδειασε τις τσέπες του όλες κι αράδιασε μερικά πραμματάκια μπροστά της (στο τέλος αυτής της ιστορίας παρατίθεται λεπτομερής κατάλογος των προσωπικών αντικειμένων του),
- Κι αυτό το μασούρι (ένα μάτσο χρήματα πιασμένα μ΄ένα λαστιχάκι).
- Δε καταλαβαίνω γιατί το κάνεις αυτό...
- Κοίτα, Νεφέλη, θέλω να σου ζητήσω μιά χάρη. Να κάτσουμε κάτω απ΄αυτό το πεύκο και να ξαπλώσω στο χώμα... Έλα, να σε φιλήσω.


Έχωσε το πρόσωπό του μέσα στις ρίζες των μαλλιών της και τη μύρισε βαθιά. Της φίλησε τα δυό απορημένα μάτια της και δε την άφησε να συνεχίσει. Ξάπλωσε δίπλα της κι ένα κόκκινο χρώμα άρχισε να τον καλύπτει.


Κράτα με.


Το χέρι της χάθηκε μέσα στη μεγάλη παλάμη του. Της το έσφιξε γερά καθώς το αίμα άρχισε να κοχλάζει μέσα στις αρτηρίες του και τον έβαψε βυσινιό.


-Φρόντισε, σε παρακαλώ, να καώ.
-Μηηη... ούρλιαξε εκείνη.




Ένα τίναγμα και το πρόσωπό του άλλαξε διάταξη. Τ΄αριστερό του φρύδι συσπάστηκε, σα να το χτύπησε ρεύμα ηλεκτρικό, και κατέβηκε στραβά προς τα κάτω, το γκρίζο μάτι του θόλωσε και ανεβοκατέβηκε φρενιασμένο, το μάγουλό του φούσκωσε και σα κυματάκι μετακινήθηκε και καβάλλησε το δεξί, το στόμα του γύρισε τη μιά του άκρη προς τα πάνω, η γλώσσα πήγε να βγει έξω, αλλά τη συγκράτησε (ήθελε να περιωρίσει την παραμόρφωση, από ντροπή γιά κείνη).


Ένα τίναγμα ακόμα, ένα μαύρο υγρό που κύλησε απ΄το στόμα του, ένας αναστεναγμός και, αυτό ήταν. Το μεγάλο σώμα έμεινε ακίνητο κι η πέτρα βούλιαξε στο βυθό της σκοτεινής θάλασσας.
Έτζι, μ΄αυτόν τον τρόπο, στις 6:οο του πρωινού της 7ης Απριλίου του 2009, τέλειωσε τις μακριές του ημέρες ο πρώην νταής, Παναής Αλτσίτζογλου, που είδε το φως του ήλιου σε μιά φτωχογειτονιά της Πόλης, εν έτει 1899.
Τελείωσε κρατημένος από τα χέρια της Νεφέλης, ενός νέου κοριτσιού, φτιαγμένου από αέρα και φως, που ανήκε σ΄ένα κόσμο που αυτός ποτέ δε τον γούσταρε. Ίσως και γι αυτό το λόγο να πέρασε στην άλλη διάσταση χαλαρός κι ανάλαφρος...


ΥΓ. Και κάτι ακόμα. Οι λέξεις τρίβονται, ξεφτίζουν και χάνουν το πραγματικό νόημά τους. εξαιτίας της λήθης και της ανοησίας μας. Να θυμάστε ότι νταής δε σήμαινε αυτό που νομίζουμε σήμερα. Ελπίζω ότι η περίπτωση αυτού του μοναχικού ανθρώπου να σας έπεισε λίγο γι αυτό.


ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ ΠΟΥ ΥΠΗΡΧΑΝ ΣΤΙΣ ΤΣΕΠΕΣ ΤΟΥ ΠΡΩΗΝ ΝΤΑΗ, Παναή Αλτσίτζογλου


κουτάκι μικρό από σουλφαμίδες του 1940 με λευκοπλάστες και γάζες,


τέσσερα λαστιχάκια,


εισιτήριο λεωφορείου ,


τρία κλωνάρια κανέλας,


πορτοφόλι με κάρτες, άσχετα χαρτιά και αποδείξεις, μιά οικογενειακή φωτογραφία που τον έδειχνε να κάθεται στα γόνατα του μουστακαλή πατέρα του και μιά πολύ σοβαρή μάνα,


ένα μαραμένο γαρύφαλο,


ένας μικρός δίκοπος κόφτης,


ένα μικρό αντικείμενο με μιά λαμίτσα παραβίασης κλειδαριών,


ένα διπλωμένο χαρτάκι που έγραφε: «Με ρώτησες αν σ΄αγαπώ καθόλου· ναι, σ΄αγαπάω! – όποτε χρειαστείς κάποια βοήθεια, σφύρα μου. Θαρθώ – με τον τρόπο μου. Μη το ξεχνάς – Π.Α.


Το 8 και το 9 ήταν τυλιγμένα, το καθένα τους, σ΄ένα χαρτάκι που έγραφε, «γιά ξεφόρτωμα».
___________________________________


Μικρές, πλάγιες σκέψεις γιά τον εκλιπόντα
πρώην νταή, Παναή Αλτσίτζογλου.


Τρεις μέρες είχα πέσει σε μιά σκοτεινή τρύπα κι έλεα, πώς να τελειώσω τη ζωή αυτού του μοναχικού ανθρώπου; Σαν υπνοβάτης ήμουνα. Μου μίλαγαν και δεν άκουα. Δεν ήταν ότι βιαζόμουν να τελειώσω την ιστορία. Ήταν ότι αυτός ο άνθρωπος έκατσε ξαφνικά μέσα μου και, βαρύς όπως ήταν, με τραβούσε προς τα κάτω, χωρίς τελειωμό. Κάτι άλλο που ήταν καινούριο γιά μένα, αλλά με μπέρδευε κιόλα, ήταν ότι, γιά πρώτη φορά μιά φιγούρα που πλάστηκε στο κεφάλι μου, μού΄παιζε κρυφτό. Τον οδηγούσα, νόμιζα, τον πήγαινα αλλά και με πήγαινε. Όταν έκλεινε τα παραθυρόφυλλά του, όπως μέσα στο λεωφορείο της επιστροφής, δε μπορούσα καθόλου να φωτίσω μες το κεφάλι του και να δω.


Κάποια στιγμή, θυμήθηκα ένα παλιό νουνό που είχα, ένα ανθρωπάκι μάλαμα. Μοναχικός ήταν κι αυτός και παντρεμένος με τη Μικρασιάτισσα θεία μου που, γιά διάφορους λόγους, δε την πήγαινα. Όλο του κολλούσε και τον πίεζε, ενώ αυτός έπλεε σε γαλήνιες (;) θάλασσες αφηρημάδας.
Όταν μεγάλωσα, εξαφανίστηκα και χαθήκαμε. Κάποια φορά τον βρίσκω που παραθέριζαν στην Αγία Τριάδα, στη Σαλονίκη. Είχε πάει λίγο πιό πέρα απ΄τους άλλους που θαύμαζαν το ηλιοβασίλεμα, είχε γυρίσει την πλάτη του στη θάλασσα και κοιτούσε προς το κενό, πάνω σε μιά ψάθινη πολυθρόνα.
Πήγα κοντά του, χαμήλωσα, τού΄πιασα το χοντρό του γόνατο.
- Πώς πάει, νουνέ;
- Κωστάκι, βαρέθηκα, κουράστηκα. Δε θέλω άλλο…
Τον επόμενο χρόνο έφυγε γιά πάντα.


Μετά, θυμήθηκα μιά παλιά ζωγραφιά που είχα κάνει και την είχα βαφτίσει ”Εγκέπ” (εγκεφαλικό επεισόδιο). Παρίστανε ένα λαϊκό μπεχλιβάνη τη στιγμή που παθαίνει νταμπλά, ενώ έκανε κατορθώματα σ΄ένα δρομάκι της οδού Αθηνάς, στην πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.
Χρόνια πολλά αργότερα, ανακάλυψα τον Francis Bacon (http://en.wikipedia.org/wiki/Francis_Bacon_(painter) και έμεινα άπνους. Δεν είχα ξαναδεί τέτοια ζωγραφική και τόσο πόνο. Τα παραμορφωμένα πρόσωπα του που έδειχναν το απομέσα των ανθρώπων, κόλλησαν με το «Εγκέπ» και μιά τέτοια αιτία θανάτου μου κάθησε σα πολύ λογική στην ηλικία του Π.Α.


Τον οδήγησα στον παλιό του γνώριμο, το νεκρό Σάκη Α. που ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο και φίλος μου. Η συνάντησή τους κάτι του έκανε μέσα του. Το κατάλαβε ή όχι, δε ξέρω. Το ότι τακτοποίησε κάποια πρακτικά θέματα στην Τράπεζα κι έγραψε ένα γράμμα, άγνωστου περιεχομένου, στο φιντάνι του, δείχνει πως είχε ήδη πάρει κάποιες αποφάσεις.
Σας διαβεβαιώνω ότι δε ξέρω γιατί επισκέφτηκε μιά γυναίκα γιά πληρωμένο έρωτα, μπορώ όμως να καταλάβω γιατί δε μπόρεσε να λειτουργήσει.
Στη συνέχεια, κάτι μέσα του τον οδήγησε εκεί που σύχναζε το κορίτσι από αέρα και φως. Τον πήγε εκεί γιατί ένιωθε πολύ έρημος. Φαίνεται πως αυτή η ιστοριούλα μαζί της, κάτι του έκανε επίσης, αλλά η καρδιά του δεν ένιωθε πιά. Έτσι τουλάχιστο νόμιζε. Της ανοίχτηκε γιά να μη την τυραννάγαν ερωτηματικά όταν θά΄φευγε, έκανε δηλαδή το αντίθετο απ΄αυτό που συνηθίζουν οι άντρες. Τιμή του. Μετά, δεν απόμενε πιά παρά το χέρι της και η ηλεκτρική επίθεση στο κεφάλι του.


Μου είναι κατανοητό ότι η ιστορία του Παναή Αλτσίτζογλου φαίνεται μελαγχολική και μαύρη. Γιά μένα δεν είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Ο άνθρωπος αυτός ήταν πλήρης ημερών και εμπειριών. Είχαν δει πολλά τα μάτια του και αυτά τα χλιαρά που μπεμπέκιζαν γύρω του, δε τού΄λεγαν τίποτα. Δεν ήταν μισάνθρωπος, δεν ήταν ότι δε καταλάβαινε τον κόσμο και την τωρινή ζωή. ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ! Νέτα και σταράτα. Μα, θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς, παρουσιάστηκε στη ζωή του αυτό το νέο κορίτσι που...που, τί; Να έκανε τί, μαζί της; Το χάσμα ήταν αγεφύρωτο κι ο έρωτας και η δροσιά δε φτάνουν γιά να καλύψουν όλα τα κενά. Βέβαια, δε διευκρινίστηκε αυτό το «το κορίτσι ανήκε σ΄ένα κόσμο που αυτός ποτέ δε τον γούσταρε». Πολύ απλά, η Νεφέλη προέρχονταν από μιά τακτοποιημένη, «δήθεν» αστική τάξη. Τί δουλιά είχε αυτός με τέτοια; Πλήξη αφόρητη. Ας μη κοροϊδευόμαστε.


Έτζι, η πρώην φθοροποιός μηχανή αφέθηκε να τερματίσει στα χέρια της, ξέροντας πως δε θα τον ξεχνούσε ποτέ, αλλά και ξέροντας πως εκείνη θα συνέχιζε τη ζωή της εκεί που έμαθε. Ο ίδιος, έφυγε απόλυτα ικανοποιημένος και, ευτυχώς, που δε πρόλαβαν να τον «σώσουν»...

Thursday, March 19, 2009

Πόντιση φωτοσημαντή...

Τα πουλιά φώναζαν απ' την απέναντι όχθη
Οι Ερινύες, ψηλά,
με φωσφορικά δίκωχα
ξύναν τις κοιλιές τους και καραδοκούσαν.
Το κοινό σιωπηλό κρατούσε την ανάσα
Το δίχτυ μεταφέρθηκε
- Πέσε! φώναζαν όλοι
Εκεί, όλα σταματούν
Το βουνό αδιαφορεί,
γυρίζει τη ράχη του
Ο καπνός σηκώνεται ψηλά,
διαλύεται σφυρίζοντας
Η θάλασσα πρασινίζει,
τα φύκια πέφτουν σε βαθύ ύπνο
Ο φωτοσημαντής εμβυθίζεται,
ανάβει τους προβολείς του και έλκει,
έλκε,
έλκ,
έλ,
ε
.........

Wednesday, March 18, 2009

To ξύπνημα των κοιμισμένων τοπίων...



Αν πηδήξω έξω απ΄τον εαυτό μου και γίνω αναγνώστης των blogs:







θα μπορούσα να αναρωτηθώ και να σκεφτώ: αυτός ο άνθρωπος μοιάζει να είναι "κολλημένος" σ΄αυτό που κάνει. Μοιάζει σα μπουκάλα στο πέλαγο που έχει φωνή , σα μειοψηφία ενός δωματίου που συνομιλεί μ΄αποθαμένους, που επαναλαμβάνει, λίγο-πολύ, τα ίδια και τα ίδια, γιά ένα θέμα που θεωρείται λήξαν, εδώ και, δε ξέρω πόσα χρόνια... Μάλλον του συμβαίνει κάτι , ή έχει πάρει την κατρακύλα προς τα πίσω.

Πράγματι, κάποια αλήθεια υπάρχει σ΄όλ΄αυτά. Δε ξέρω πόσο έχει να κάνει με τα χρόνια, ξέρω όμως πως, καθοριστική σημασία έχουν οι συνθήκες της ζωής (μου). Μακριά απ΄τις παρακμιακές ελληνικές σειρήνες και ξένος (ηθελημένα) σε τόπο που φιλοξενεί το εξωτερικό μου μόνο περίβλημα, έχω όλες τις ευκαιρίες ν΄ακούω, να ψάχνω, να ψαύω και να ψαχουλεύω, δίχως αναστολές. Να μπαίνω μέσα στο ριζικό σύστημα του μυαλού, να ξεχωρίζω τα πρόβατα των σημαντικών πληροφοριών, απ΄τα ερίφια των ασήμαντων, να ξαναθυμάμαι ανθρώπους που κάποτε γνώρισα και ήταν βαθιά χωμένοι στην ταράφα και τώρα μόνο το καταλαβαίνω και, τέτοια...

Μ΄όλ΄αυτά, συμφιλιώνεται κανείς με το παρελθόν του, αντιλαμβάνεται γιατί κάποια πράγματα έγιναν και κάποια όχι. Αυτή η ήρεμη περιδιάβαση σε κοιμισμένα τοπία του νου, υπό την υπόκρουση των Μικρασιάτικων τραγουδιών, μου δίνει και να καταλάβω γιατί απόφευγα τους καυγάδες τω δρόμων, εκτός κάποτε που, λίγο έλειψε να ποδοπατήσω κάποιον σα γόπα... Τα Μικρασιάτικα γονίδια δούλευαν στο σκοτάδι, καθόριζαν και διόρθωναν την πορεία μου, ενώ εγώ αγρούς αγόραζα...

Τώρα όμως, τώρα που στάθηκα και κοίταξα τους πάνθηρες κατάματα, που υπολόγισα το κέρδος και τη ζημιά, που έβαλα απ΄τη μιά μεριά τους "αψηλούς Γκέγκηδες" κι απ΄την άλλη "τους χαμηλούς Τόσκηδες", τις ισορροπίες σε τεντωμένα σκοινιά και τις πλασματικές αναθεωρήσεις, τώρα μπορώ να ψιθυρίσω ότι έχω πολλά να πω κατεβαίνοντας στο πηγάδι γιατί "φίλων και πρότερων εγνωκότων θανάτων την γνώσιν καταμεμάθηκα, την δε περίεργον τούτων χρήσιν μακράν απεωσάμην".

Έτζι, αρθρώνω, χωρίς να το βρίσκω κωμικό και παρωχημένο πως, δεν είμαι Έλληνας, είμαι Μικρασιάτης Έλληνας!

Η Νίτσα - το σώμα μετέωρο...

Πήγαινε με γοργό βήμα. 
Σχεδόν έτρεχε. 
Στο κεφάλι της κουβάρι οι σκέψεις. 
Ένα νεύρο χτύπαγε στ΄αριστερό της μάτι.
Κάποιον θα δεις, λέει ο κόσμος και στ΄αλήθεια, είδε κάτι. Είδε μιά μπουνιά το πρωί νά΄ρχεται προς το μάτι της, έσκυψε λίγο και την έφαγε στο μάγουλο.
”Γαμημένε”, έτριξε τα δόντια της. 
Κοίταξε σ΄ένα μεγάλο ρολόι και δεν είδε τη λεμονόκουπα. Το σώμα της αποσπάστηκε από το δρόμο κι έμεινε μετέωρο στον αέρα. Μ΄ένα κωμικό τρόπο έκανε κάποιες απεγνωσμένες προσπάθειες να ξανάβρει ισορροπία αλλά, σα να ακινητοποιήθηκε στο κενό. 
Κανείς δε φάνηκε να το βλέπει, αν και προχωρούσε ανάμεσα σε πολλούς περαστικούς.


Να, λοιπόν που το μικρό της σώμα στέκεται πλάγια στον αέρα, ένα πόδι εδώ μπομ, κι ένα πόδι εκεί μπιμ, κι ο στρουμπουλός αγκώνας της διπλωμένος να τρεμουλιάζει. 
Ο χρόνος παγώνει κι η Νίτσα κατεβαίνει μες τον εαυτό της. 
”Μαύρη η ώρα κι η στιγμή που τον πήρα μ΄αυτή τη ζήλεια του, [το φόβο του να λες], τον καριόλη. Εγώ ξεγλύστρησα απ΄το το κατώφλι της κόλασης και να με βαράει τώρα αυτό το καθήκι, εδώ που ήρθα να σωθώ... Γαμώ τη μοίρα μου…» Η προστασία. Η ανάγκη γιά προστασία, η μεγάλη παγίδα.


Βρέθηκε καθισμένη στα γόνατα του πατέρα της, να της χαϊδεύει τα μαλλιά και να την ταχταρίζει. 
”Κατεργαρούλα Νιτσουλάκι, γλυκό μου γιαβρί” κι έσκυβε, κουνώντας το πρόσωπό του μέσα στον τρυφερό λαιμό της και τα μουστάκια του μύριζαν παστουρμά κι εκείνη ξεκαρδιζόταν.
 Έκανε μιά κίνηση να του χαϊδέψει τη μύτη του πού΄μοιαζε μελτζάνα. 
Πάει τζάμπα ο άνθρωπος. Γιά ένα άδειο πουκάμισο τινάχτηκαν όλα στον αέρα. 
”Κάτσε, βρε Νίτσα, πονάει αυτό, μανάρι μου”, της παραπονιόταν που τού΄βαζε ένα μανταλάκι στη μύτη. 


Εκείνη η πέτρα που την κλώτσαγε στο δρόμο, τρέχοντας ανέμελλη με τη σάκκα στον ώμο. Απ΄το σχολείο ώσαμε το σπίτι την κλώτσαγε κι αυτή σπιθοβολούσε, πέταγε ανταύγειες και στριφογύριζε, σα νά΄παιζε κι εκείνη μαζί της. Μιά πέτρα σ΄ένα δρόμο. Έχουν ψυχή κι οι πέτρες, της λέγανε, αλλά τότε δε τα πίστευε αυτά.


”Χτύπησες, πουλάκι μου;”. Ένα μαλακό χέρι την κρατούσε απ΄τη μασχάλη τρυφερά. 
Μιά γυναίκα. 
Είχε πέσει. 
Δε κατάλαβε τίποτα. 
”Όχι, όχι, εντάξει είμαι”. ”Τι εντάξει, κορίτσι μου, έκανες μελανιά στο μάγουλο”.”Όχι, αυτή την είχα. Χτύπησα το πρωί…”. ”Χτύπησες ή…”. 
Της ξέφυγε σαν αλαφιασμένη. ”Γαμημένε Αποστόλη… Δε θα το ξεχάσω αυτό, παλιομπινέ!”. 


Φάνηκε νά΄ρχεται το τραμ και πήδηξε μέσα του. Έστριψε το σώμα κι έριξε μιά ματιά στο πίσω μέρος του φουστανιού της. Λίγη σκόνη. Τινάχτηκε. Η ώρα είχε περάσει, έπρεπε να βιαστεί. Οι ρόδες του τραμ τσίριζαν. Το σίδερο πάνω στο σίδερο φωνάζει, αναστενάζει.


 Αναστέναξε βαθιά κι άνοιξε την τσάντα της. Το κοκκινάδι, οι ζίλιες, το μαντηλάκι, το χαρτί με τους στίχους, η ταυτότητα, δυό-τρεις καραμελίτσες.
 Ένιωσε έρημη. 
Της ήρθαν δάκρυα στα μάτια.
 Ένα σύννεφο μοναξιάς να την κυκλώνει, όλοι κι όλα ξένα και εναντίον της. 
Τί κακό έκανε; Είχε μιά καλή φωνή και κοίταζε να συμπληρώνει ένα χαρτζιλίκι. Ούτε τραβιόταν, ούτε μαγαζιά, ούτε ξενύχτια, τίποτα. 
Μιά άδεια ζωή δίπλα σ΄ένα λεχρίτη. 


Πρέπει να ψωνίσω κολοκύθια μετά. Και ρύζι. 
Το ρύζι το πλένεις πρώτα, να φύγουν οι ποντικοκουράδες, καλό πλύσιμο θέλει, δυό τρία νερά. Μετά, ψιλοκόβεις κρεμυδάκι, το τσιγαρίζεις λίγο, ρίχνεις το ρύζι κι ανακατώνεις να μην αρπάξει . Έπειτα ρίχνεις το νερό, λίγη φυτίνη αν έχεις, λίγες σταφιδούλες αν έχεις, λίγο κουκουνάρι αν έχεις, άντε και λίγο μπάχαρι, αλάτι, πιπέρι. 
Τα γνωστά. 
Το ψήνεις κι έρχεται ο γαμημένος ο Αποστόλης που μου κάθισε μιά μπουνιά ο άναντρος, το κέρατο το βερνικωμένο, και μας κάνει και το μάγκα, ο ηλίθιος. Και γιατί τον ανέχομαι τόσα χρόνια;


Δεν έχεις τίποτα να πεις κατεβαίνοντας το πηγάδι, γιατί της μοίρας τα σκληρά χαστούκια καλά καταμεμάθηκες, στη μαλακή σου υπομονή όμως, τέρμα και φραγμούς δε βάζεις. 
Σάμπως είσαι η μόνη; Η διπλανή σου, η ξαδέρφη σου, η Λούλα η χοντρή, τα ίδια δε τραβάνε με τους τζιτζιφιόγκους τους;


 Ίσιωσ΄το φουστανάκι σου, σκούπισε το δάκρυ και προχώρα, γυναίκα, προχώρα στην εγγραφή και, κοίτα, α δε σε χαιρετήσουν, χαιρέτα εσύ η ίδια τον εαυτό σου και βράστους αυτούς. Όλοι μιά φάρα είναι, εγωίσταροι και σκατόψυχοι.


Έτσι λοιπόν με τη Νίτσα. Ακούει τις φωνές του κεφαλιού της, σκουπίζει τα δάκρυα και τινάζει ψηλά το μέτωπο.
Τώρα ήρθε η ώρα να κατέβει. Μ΄ένα πηδηματάκι στο δρόμο και εμπρός, βήμα ταχύ, τραβάει γιά την εγγραφή.


Ανεβαίνει τις σκάλες, ”γειά σου, Αννίτσα” τη χαιρετάει ο Ρ… που κατεβαίνει μαζί μ΄ έναν απ΄τους διευθυντάδες και έχουν ένα μουλωχτό κουβεντολόι. 
Κι άλλοι, κι άλλοι ανεβοκατεβαίνουν.
Κάποιοι να περάσουν ένα τραγούδι, άλλοι τους στίχους τους, κιθάρες, βιολιά, cümbüs, μπουζούκια, μπαγλαμαδάκια. 


Οι πλάκες βγαίνουν με τη σέσουλα, οργασμός. Ο κόσμος αγοράζει, φτηνά δεν είναι, παρηγοριά όμως θέλουν, να ξεφύγουν γιατί πολλά τους πέσαν. Τό΄να φεύγει, τ΄άλλο έρχεται. Μάλλον τίποτα δε φεύγει, όλα παραμένουν κι από πάνω στοιβάζονται καινούργια βάσανα.


 Βάστα καρδιά, όλα εδώ θα μείνουνε. Σε ποιόν να πεις τον πόνο σου, όταν όλοι ίδια φορτία κουβαλούν; «Ποιός έχει μαύρη την καρδιά να γίνουμε συντρόφοι, να περπατάμε σ΄ερημιές να μη θωρούμ΄ανθρώποι..."


«Μ΄έχεις πρήξει! Δε θα μου πεις εσύ εμένα πως θα κάνω. Εγώ αποφασίζω εδώ! Όταν λέμε ότι κάτι δε θα τσουλήσει, πάει τελείωσε! Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Καταλαβαίνεις ή όχι;» Στέκεται μπροστά σε μιά ψηλή πόρτα ο μικρός το δέμας δερβέναγας, με τα δυό χέρια στις τσέπες του σακακιού του και τις πιέζει προς τα κάτω με ερεθισμένες κινήσεις, σχεδόν χοροπηδώντας επιτόπου. 
Ο άλλος τον κοιτάζει σα βρεμένη γάτα. 
«Γειά σου, Αννίτσα, βιάσου. Σε περιμένουν απάνω», της πετάει μ΄ένα προσποιητό χαμόγελο. «Τί έπαθε το μάγουλάκι σου;» 
Κάνεις μικρούς κύκλους με το χέρι σου γιά να του δώσεις να καταλάβει ότι δεν είναι της στιγμής και συνεχίζεις τις σκάλες. 


Τώρα στο διάδρομο με τα χλωμά art deco λαμπογυάλια που ρίχνουν ένα βερυκοκί φως. 
Στην τελευταία πόρτα. Απέξω, στέκεται μιά, και τρεις της εταιρίας. Αναγνωρίζει τη γυναίκα. Φίρμα, πιασμένο όνομα της ελαφριάς μουσικής. Κρατάει με το ένα χέρι μιά κιθάρα και με τ΄άλλο χειρονομεί, χεπ χεπ. «
Δε μπορείτε να μου κάνετε τέτοια εμένα. Ήταν ή δεν ήταν η σειρά μου;», φωνάζει επιτακτικά και τα μάτια της πετάνε σπίθες. 
«Σας εξηγήσαμε, ήρθε εντολή άνωθεν και οφείλεται σε τεχνικούς λόγους. Λυπούμαστε αλλά, τί να κάνουμε, συμβαίνουν αυτά. Δε πρόκειται ν΄αργήσουν, μην ανησυχείτε». 


Έχεις πλησιάσει και κοντοστέκεσαι. «Καλημέρα, Αννίτσα. Έλα, πέρνα μέσα», λέει ένας απ’ τους τρεις και παραμερίζει. 
«Εσύ είσαι η λεγάμενη; Εσύ μου παίρνεις τη σειρά;», της λέει η γυναίκα με την κιθάρα και το βλέμμα της είναι παγωμένο σαν έχιδνας. 
«Ναι, δε το προκάλεσα εγώ. Κάνω όπως με ειδοποίησαν», της λες. «Μάλιστα! Ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα», λέει η έχιδνα και σε κοιτάζει με περιφρόνηση, από πάνω ίσαμε κάτω. 
«Δεν είμαστε στα καλά μας, καθόλου στα καλά μας...»Αννίτσα, κρατήσου. Να την αρχίσω τώρα στις μπάτσες και να της φέρω και την κιθάρα κολάρο της παλιομαϊμούς ή να κάνω την πάπια; 
«Γιαβρί μου», εμφανίζεται η εικόνα του πατέρα στην οθόνη του μυαλού σου, «μείνε ήρεμη. Μη καταδέχεσαι. Εσύ ξέρεις τι είσαι κι από που έρχεσαι. Άστην αυτή τη σκύλα να γαυγίζει. Θυμήσου από που έρχεσαι και μη ξοδεύεσαι...»
Οι γλώσσες φωτιές που άναψαν μέσα σου, πετάχτηκαν προς τα πάνω και σου λαμπάδιασαν το κεφάλι, τραβιούνται πίσω και σβύνουν. Μ΄ένα χαμόγελο της πετάς, «ας πούμε πως δε το άκουσα αυτό. Πάω μέσα...»


”Ανακάλυψα ότι η βασική διαφορά ανάμεσα στην Πάνω Πόλη και στην Κάτω είναι πως στην Πάνω οι άνθρωποι είναι πιό ντόμπροι. Ή μάλλον έτσι μου φαίνεται πως είναι. Στην Πάνω Πόλη μιά πουτάνα είναι πουτάνα, ο νταβατζής νταβατζής, ο κλέφτης κλέφτης, η αδερφή αδερφή, η τζιβιτζιλού τζιβιτζιλού, τα μαμόθρευτα μαμόθρευτα. Στο κάτω μέρος ήταν πολλές φορές κυρία της καλής κοινωνίας, ο νταβάς υπάλληλος σε διοικητική θέση, η αδερφή πλαίυμπόυ, η τζιβιτζιλού ντεμπυτάντ, το μαμόθρευτο κάποιος που δεν μπορούσε να προσαρμοστεί κι είχε προβλήματα.Ποτέ δεν κατάφερνα να τα βγάλω πέρα μ΄αυτό το διπλό προσωπείο. Κι όταν μερικές φορές τα θαλάσσωνα, ο κοκοροκαυγάς φούντωνε με το κατευθείαν· τελικά κανένας εκειπέρα δεν έλεγε ποτέ τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη” *


Μέσα είναι αρκετοί. Το μάτι σου πέφτει στον πιό ψηλό, με το πρόσωπό που λάμπει από καλωσύνη.”Γειά σου Κωστάκι”, και σου κλείνει το μάτι όλο τρυφεράδα. 
Αυτουνού η ζεστασιά σου μετράει πολύ, Αννίτσα. Και των αλλονών, αλλά αυτός έχει κάτι ιδιαίτερο. Δεν είναι μόνο η φωνή του όταν τραγουδάει που σε πάει, κι εγώ δε ξέρω που, είναι, πως να το πούμε, αληθινός μέχρι την τελευταία του σταγόνα. Κι αυτός ”από κει” και τυραγνισμένος αλλά, πάντα μ΄ένα χαμόγελο. 


Κι εκεί, μέσα στα καμώματα του βιολιτζή, [άλλο μάλαμα αυτός] με αγγέλους να φτεροκοπούν ανάμεσα στα δάχτυλά του, με το cümbüs που ακολουθεί μέχρι τελευταία νότα, την κιθάρα που την παίζει ένας άλλος φλογισμένος απ΄το δικό του δαίμονα, ο ψηλός, ο βελούδινος τραγουδιστής που περιμένει τη σειρά του γιά να χτυπήσει τα δικά του τραγούδια, θα σου πετάξει θερμά, «γειααά σου, ρε Αννίτσα!» και συ του χαμογελάς, ενώ η φωνή σου ανοίγει και κλείνει, σα τα λουλουδάκια εκείνου του σεμνού αναρριχώμενου που το λένε «Έρωτα» και ανθίζει τα δειλινά. 


Τραγουδάς γιά μπαλκόνια που τα φυσάει ο αέρας, γιά τον ερωτευμένο που δε του ενδίδεις και στέκεται από κάτω και μαραζώνει. 
Εσύ είσαι το τραγούδι, εσύ είσαι που θα μείνεις. 
Εσύ και τα όργανα που το παίζουν, οι ψυχές των γνωστών και άγνωστων μουσικών που δε γράφτηκαν τα ονόματά τους. 
Θα περάσεις σα «κομπάρσα» στην ιστορία, λίγα ως τίποτα θα λένε γιά σένα αλλά, δικό τους καπέλο. 
Εσύ είσαι η ψυχή, εσύ το άστρο, εσύ θα αγκυλώνεις τις καρδιές αυτών που θ΄ακούν το τραγούδι σου. 
Μετά από χρόνια πολλά, όταν θά΄σαι πιά παραχωμένη στη Γη, φανατικοί νέοι θιασώτες θα σε παρακάμπτουν γιατί δε θα καταλαβαίνουν, αλλά μη σε νοιάζει. 
Η ζεστασιά της ψυχούλας σου θα μείνει χαραγμένη στ΄αυλάκια της πλάκας, γιά όσους δεν έχουν τοίχους στ΄αυτιά...


«Γαμώ τη φάρα που σε πέταγε, ξεφτιλισμένη!». 
Σου βγήκε σα φάντης ο Αποστόλης, μόλις έστριψες στη γωνιά.
 Δε το περίμενες. 
Το χνώτο του ήρθε στο πρόσωπό σου και μύριζε σάπια δόντια κι αγωνία. Τα μάτια του ήταν σφιγμένα και το πουλόβερ του το φόραγε το μέσα-έξω. Είχε κιόλας σφίξει τα χέρια του γύρω απ΄το λαιμό σου και σε ταρακούναγε πέρα-δώθε. 
Οι βρισιές βγαίναν σκοτεινές και φρενιασμένες κι απ΄το στόμα του πετάγονταν σάλια. 
«Καλέ, τί κάνεις εκεί;» στρίγκλισε μιά γυναίκα απ΄ένα παραθύρι, «θα το πνίξεις το κορίτσι...». 
Ο Αποστόλης δεν άκουγε τίποτα. Είχε μπει σ΄ένα ορμητικό ποτάμι με μαύρα νερά που τον παράσερναν. 
Τα μάτια σου γούρλωσαν, άρχισες να βγάζεις ρόγχους απ΄το λάρυγγα. Ένιωσες πως πάει, ως εδώ ήταν η ζωούλα σου. Από στιγμή σε στιγμή θα σωριαζόσουν κάτω σαν άδειο σακκί άψυχη κι η ψυχή σου θα έφευγε στο βάθος του άδειου δρόμου, πάνω απ΄τα σπίτια, να πάει να συναντήσει τον πατέρα σου, τη μάνα σου κι όλους αυτούς που τζάμπα χάθηκαν απ΄το σόι σου. 
Γιά ένα δευτερόλεπτο έχασες το φως, όλα σκοτείνιασαν. 
Το έξω φως γιατί μέσα σου είδες εκείνη την πέτρα να σηκώνεται ψηλά και να στριφογυρίζει αφηνιασμένη βρρρ... 
Τα λίγα κέντρα υποστήριξης της ζωής που δεν είχαν ολότελα αδρανοποιηθεί μέσα σου, πυροδοτήθηκαν. Στείλαν σήματα το ένα στο άλλο, γλήγορα, γλήγορα, χανόμαστε, το αίμα κόχλασε, η αντλία της καρδιάς φούσκωσε και ξεφούσκωσε μ΄όση δύναμη της απόμενε, ο εγκέφαλος τα σύλλεξε όλ΄αυτά και έδωσε την εντολή, ΧΤΥΠΑ!


Το ένα σου πόδι ανασηκώθηκε, το άλλο στηλώθηκε γερότερα και με μιά αυτόματη κίνηση, βάρεσε το γόνατό σου τ΄αχαμνά του. 
Η κραυγή του βγήκε θολή, γκρίζα, αλλόκοτη. Πρώτα η φωνή του πόνου και κολλητά, «ποτάνα ξεσκισμένη!». 
Τα χέρια του σ΄άφησαν κι έπεσε στα γόνατα.Τώρα παίρνεις απεγνωσμένες ανάσες και τ΄οξυγόνο ορμάει μέσα σου, ζαλίζοντάς σε. Γέρνεις πάνω στον τοίχο, κι άλλες ανάσες, κι άλλες, γλήγορα, γλήγορα, προτού σηκωθεί στα πόδια του. «Τσάκισέ τον!», μούγκρισε μέσα σε μιά λάμψη του μυαλού ο πατέρας σου, «Τσάκισέ τον, κόρη μου, πριν σε στείλει εκίνος στον Άδη!». 
Το πόδι σου σηκώθηκε ακόμα μιά φορά, η φτέρνα κάμφθηκε και το τακούνι της γοβίτσας σου τον πέτυχε ακριβώς δίπλα στο μάτι. 
Τον πήραν τα αίματα. 
Έφαγε δυό τακουνιές ακόμα, από ένα πλάσμα που είχε χάσει κάθε έλεγχο. Όλοι οι πόνοι της κόλασης που είχες ζήσει ανήμπορη στα έντεκά σου χρόνια, το κολύμπι ανάμεσα στα τουμπανιασμένα πτώματα, το ταξίδι με το σαπιοκάραβο, οι προσβολές στην Παλιά Ελλάδα, ο αγώνας γιά την επιβίωση κι η ζητιανιά, όλ΄αυτά γίναν χτυπήματα απ΄το τακούνι της γοβίτσας σου, σ΄ένα σώμα που κατέρρεε βρίζοντας και φτύνοντας αίμα.
«Καλέ κορίτσι μου, στ΄όνομα του Θεού και της Παναγίας», στρίγκλισε ξανά η γυναίκα απ΄το παραθύρι, έχοντάς τα τελείως χαμένα.


Ο Αποστόλης κείτονταν μέσα σε μιά λίμνη αίματος και έτρεμε ανήμπορος.


Οι γυναίκες είναι να μη φτάσουν στα άκρα, ένα βήμα απ΄το γκρεμό. Έτσι και φτάσουν, δέκα φορές σκληρότερες γίνονται απ΄τους άντρες. Τη ζωή τη σέβονται, γιατί αυτές τη δημιουργούν, φτάνει να μη τεντώσεις τις χορδές τους ώσπου να σπάσουν.


Περνάει σαν αστραπή απ΄το μυαλό σου, να του δώσεις ένα τελειωτικό χτύπημα, χτυπώντας με το τακούνι σου μέσα στην τρύπα του αυτιού του αλλά, όχι Αννίτσα! Φτάνει ως εδώ... 
Τον φτύνεις μιά και δυό φορές, τον παρατάς εκεί και γνέφεις στη γυναίκα στο παραθύρι, «φώναξε τώρα, κυρά, την αστυνομία, να΄ρθούν να τον μαζέψουν...» και μόλις το λες, ένας ορμητικός άνεμος μπαίνει στο στενό, βουίζοντας. Σηκώνει το σώμα σου πλάγια, το παίρνει μαζί του, κρατώντας το κάτω απ΄τη μασχάλη του, στρίβει στη γωνιά και χάνεται.


*To απόσπασμα με τους κόκκινους χαρακτήρες είναι λόγια της μαύρης Αμερικανίδας τραγουδίστριας Billie Holiday – ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ, Η ΚΥΡΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΤΑ ΜΠΛΟΥΖ, εκδ. ΑΓΡΑ, Αθήνα 1984, σελ. 100-101

Κάθε πιθανή ομοιότητα των χαρακτήρων με πραγματικά πρόσωπα είναι τελείως τυχαία.


Κώστας Λαδόπουλος
Στοκχόλμη, ένα Σάββατο του 2009
Μη μου μιλάτε γιά πατρίδα...

Με κάθετη επιμονή
αρνούμενος το καθημερινό συσσίτιο του μέλανα ζωμού
μπαίνω με το μέτωπο ψηλά σ΄ένα πλατύ δρόμο του Βορρά
ενώ στ΄αυτιά μου κροταλίζουν
τα κουτάλια της Ρίτας Αμπατζή από το "Χήρα, μ΄έκαψες"
κι ο στόμας - όπως λέγαν κάποτε-τραγουδάει από μόνος του
-Με συγχωρείτε, μήπως τρελαθήκατε;
-Όχι, απλά δεν παραδίδομαι, όπως κι εσύ, Νίκο Εγγονόπουλε.

Αν και δεν έχω υποβληθεί σε ΚΤΕΟ γονιδιακών εξετάσεων
γνωρίζω πως κάπου, σφηνωμένο βρίσκεται,
γονατιστό και αδρανές απ΄τα σκαμπίλια,
ξεραμένο σα σταφίδα στον ήλιο,
ένα Μικρασιάτικο γονίδιο τρέλας.
Μεταξύ μας, είναι υγιής αντίδραση, του νου και της καρδιάς,
το πήδημα του μαντρότοιχου,
το ήλιασμα στην τρέλα.
Εκεί ξεκινάει,
εκεί ξεδιπλώνεται το"οράν φάος ηελίειο."
Εκεί συνεχίζει η ζωή που διακόπηκε
μ΄ένα απότομο τράβηγμα απ΄τα μαλλιά
κάποια στιγμήπου σπρώχναμε απαλά ένα τσιγκάκι από Μπυράλ
στα πεζοδρόμια των ανθρώπων
ανέμελλοι, χαλαροί κι αδιάφοροι γιά τον "πολιτισμό",
την αποτελεσματικότητα,
την "εξέλιξη"
και τη διαστρέβλωση του παραδείσου
γι αυτό, αφείστε,
μη βιάζετε,
επιμηκύνετε τον καλπασμό στις ράχες των ονείρων,
γιατ΄η ζωή είναι μονάχα μία.
Κανείς δε διαβεβαίωσε και γι άλλες...

Two fragments are looking for reactions...
(from my unpublished book "Ekektra Z")

1.Timi Thalion

The first android became operational in the year 2047. At least, that was the official version. An unknown number of androids had in fact started functioning much earlier, but no one knows the exact date. In some old archives of the year 2007, we found the information that a peculiar Greek writer had claimed that one of the presidents of the USA - a president who left behind him a legacy of bad memories- had very possibly been an android. The Greek writer, in collaboration with a team of expert scientists, studied thousands of television pictures of the American president's face and reached the conclusion that it could not possibly be the expressions of any human creature. His face was constantly trying to retain a sombre expression when commenting on the great and catastrophic events which had befallen his country, but his sombreness was always succeeded by a smile, as if he was secretely pleased about what had taken place.

This not withstanding, we have to accept Timothea (Τimi) Τhalion, or T.T., the ephemeral", as she was nicknamed by a woman journalist, as the first android to ever "enter circulation" in Gaia. She was given the name Timothea, which means "she who honours the divine", in order to pre-empt the reactions of fanatical religious organizations, which might consider, as in the end they did, the creation of a mechanical human creature as offensive.

The name did not manage to save Timi either from constant assoults with tomatoes and eggs, or ftom at least three known assassination attempts, using powerfull "Vlastov" microbombs. These bombs, or more precisely grenades, specially devised for the extermination of androids, are hand held. The hand motion activates a tiny motor, which allows the microbombs to fid their way to the target and stick on it through powerfull suction mechanisms. Following this, small steel drills penetrate the android's body, where they release a chemical powder mixed with a sticky substance which destroys circuits.

The surname Thalion, a version of the Greek name Talos, was given to her in honour of the first mechanical creature of the mythological world, constructed in Minoan Crete by the inventor Deadalus.
Timi was a very tall slender woman, with a perfectly contoured body, a beautiful face and eyes designed to shine like polyhedral diamonds.The night the manufacturing company Ercibon presented Timi Thalion on SuperGeo, the biggest TV station in the planet reached record audience ratings. Two billion two hundred and twenty milillion viewers, that is, 98% of those who had survived the catastrophic war of the two Hemispheres, watched the great ceremony in honour of the first android. Timi received 127,000 bunches of flowers, and the cash gifts deposited in her bank account were enough for her to live on for twenty five lives.

The estimated life span og the first android was seven years. The beautiful Timi became the greatest celebrity on the planet. She wrote her memoir in the sixth year of her life, where she revealed that she had only felt happy during the first year of her life.In her last TV interview, when asked whether she would wish her life to be longer, she left everyone speechless when she replied "under different circumstances, perhaps, but under the current ones (in the year 2053), no, I do not envy your longvity!"She also expressed her wish to have her inoperative body painted with haematite (a red ochre), put in a giant nautilus shell*, and buried in the ground.Everyone was astonished. SuperGeo's messaging devices almost melted as millions of impressed viewers demanded to know Timi's reasons. Timi gave a good history lesson, explaining that she wanted to honour an ancient Australian myth, which narrated that Oundipa women had created Gaia's haematite's reserves by shedding lots of blood from their wombs. Timi also reminded the audience that many tombs with human bodies painted red had been found, one of them containing the sceleton of a child which had died 83,000 years ago, whose body had been placed in a shell.

Unfortunately, her last wish was not respected. When her bodily functions stopped, she was covered with a special glue and embalmed.Her body was placed in the Metropolitan Museum of Atlantica, the hypercapital, and became an object of worship, not just by people, but also by all androids manufactured after her..."

2. The two Ertzkas

"... The employee who served them before escorts them to the exit and bows thanking them. The two androids pay no attention to him and leave the store."Sour faces!", the employee whispers through his teeth.The female Ertzka hears him though. She stops abruptly, turns around and gives him a frosty look. Her eyes turn yellow for a second and the emplyee watches in amazement as all the buttons of his uniform pop and fall on the floor, while his tie turns upward and refuses to come down. The android makes a sound reminiscent of an evil laugh and runs to catch up with the male one.The two Ertzkas, in their fluorescent jackets, walk down the road and stop an overground taxi."Hotel Merimar, please", the female says through the microphone, whilst the camera in the front part of the vehicle processes their image through the computer and sends it to the traffic surveillance unit for filing.

They enter the room without turning on the lights. They move easily in the dark and the female opens the balcony doors. Then it joins the male who's already sitting on the sofa."How do you feel, Nevi;", he asks her, tilting his head to one side."As relaxed as I always feel in the cloud of warmth you radiate", she whispers to him in reply, her hand lightly stroking his nose.This gesture must be some sort of a love code, because he stands up and she starts taking his clothes off slowly. Afterwards he does the same to her. The coloured reflections of the city light the two creatures, who stand facing each other. They are silent. Their eyes turn a deep violet colour and their faces become moist. She turns her back to him. The male Ertzka touches her shoulders with the tips of his fingers and she lets out an odd sound.

In time past, when humanity had started to produce the second generation of primitive robots, many intellectuals were critical of this new "species". They claimed that no matter how much robots might develop in the future, they would never be able to feel like a human. They insisted that "these machines have the artlessness of pure calculation and the games they offer are based solely on communications and combinations. In this sense they may be said to be virtuous, as well virtual. Their virtue resides in their tranparency, their functionality, their absence of passion and artifice. Artificial intelligence is a celibate machin... Τhere are prostheses that can work better than humans, "think" or move around better than humans, but there is no such thing as a replacement for human pleasure, or for the pleasure of being human...That is why a human can always be more than he is, whereas machines can never be more than they are".Thoughts like these had been expressed a decade before the end of the distant year 2000, by one of the brightest minds of this era, and they were taken very seriously. Today, of course, they sound like naive jokes. When somebody asked Timi Thalion, the first android, for her view on such pronouncements, she replied: "No comment! The question itself is patronizing".

Seeing the two Ertzkas making love to each other in the dark hotel room, one would be justified thinking that humans have always exaggerated their uniquness and underestimated the potential of technological culture. These two advanced androids look like flamingos in love, and behave towards each other with such a warmth and tenderness that their satisfaction seems well beyond human limits.
The female climbs onto the body of the male, using the powerfull magnets androids have for emergency use, and appliew pressure with her fingertips on various parts of his naked body: under the armpits, in the middle of the chest, on the last vertebra of his spine, on his knees. The male Ertzka seems in ecstasy, entirely abandoning himself to her attentions. This one-sided game lasts about a quarter of an hour and then it is his turn.His body starts steaming and the pupils of his eyes grow wider. He lays her body on the floor and gives her a deep kiss, making her light up and become semi-transparent.In a cloud of hot steam lit upp supple body rolls in dizzying ecstasy, as sounds reminiscent of birds of paradise come out of her mouth. Hearing these sounds one can better understand the comment made by one of the two humans married to androids during an interview: "I feel as if I am married to a bird..."