Πήγαινε με γοργό βήμα.
Σχεδόν έτρεχε.
Στο κεφάλι της κουβάρι οι σκέψεις.
Ένα νεύρο χτύπαγε στ΄αριστερό της μάτι.
Κάποιον θα δεις, λέει ο κόσμος και στ΄αλήθεια, είδε κάτι. Είδε μιά μπουνιά το πρωί νά΄ρχεται προς το μάτι της, έσκυψε λίγο και την έφαγε στο μάγουλο.
”Γαμημένε”, έτριξε τα δόντια της.
Κοίταξε σ΄ένα μεγάλο ρολόι και δεν είδε τη λεμονόκουπα. Το σώμα της αποσπάστηκε από το δρόμο κι έμεινε μετέωρο στον αέρα. Μ΄ένα κωμικό τρόπο έκανε κάποιες απεγνωσμένες προσπάθειες να ξανάβρει ισορροπία αλλά, σα να ακινητοποιήθηκε στο κενό.
Κανείς δε φάνηκε να το βλέπει, αν και προχωρούσε ανάμεσα σε πολλούς περαστικούς.
Να, λοιπόν που το μικρό της σώμα στέκεται πλάγια στον αέρα, ένα πόδι εδώ μπομ, κι ένα πόδι εκεί μπιμ, κι ο στρουμπουλός αγκώνας της διπλωμένος να τρεμουλιάζει.
Ο χρόνος παγώνει κι η Νίτσα κατεβαίνει μες τον εαυτό της.
”Μαύρη η ώρα κι η στιγμή που τον πήρα μ΄αυτή τη ζήλεια του, [το φόβο του να λες], τον καριόλη. Εγώ ξεγλύστρησα απ΄το το κατώφλι της κόλασης και να με βαράει τώρα αυτό το καθήκι, εδώ που ήρθα να σωθώ... Γαμώ τη μοίρα μου…» Η προστασία. Η ανάγκη γιά προστασία, η μεγάλη παγίδα.
Βρέθηκε καθισμένη στα γόνατα του πατέρα της, να της χαϊδεύει τα μαλλιά και να την ταχταρίζει.
”Κατεργαρούλα Νιτσουλάκι, γλυκό μου γιαβρί” κι έσκυβε, κουνώντας το πρόσωπό του μέσα στον τρυφερό λαιμό της και τα μουστάκια του μύριζαν παστουρμά κι εκείνη ξεκαρδιζόταν.
Έκανε μιά κίνηση να του χαϊδέψει τη μύτη του πού΄μοιαζε μελτζάνα.
Πάει τζάμπα ο άνθρωπος. Γιά ένα άδειο πουκάμισο τινάχτηκαν όλα στον αέρα.
”Κάτσε, βρε Νίτσα, πονάει αυτό, μανάρι μου”, της παραπονιόταν που τού΄βαζε ένα μανταλάκι στη μύτη.
Εκείνη η πέτρα που την κλώτσαγε στο δρόμο, τρέχοντας ανέμελλη με τη σάκκα στον ώμο. Απ΄το σχολείο ώσαμε το σπίτι την κλώτσαγε κι αυτή σπιθοβολούσε, πέταγε ανταύγειες και στριφογύριζε, σα νά΄παιζε κι εκείνη μαζί της. Μιά πέτρα σ΄ένα δρόμο. Έχουν ψυχή κι οι πέτρες, της λέγανε, αλλά τότε δε τα πίστευε αυτά.
”Χτύπησες, πουλάκι μου;”. Ένα μαλακό χέρι την κρατούσε απ΄τη μασχάλη τρυφερά.
Μιά γυναίκα.
Είχε πέσει.
Δε κατάλαβε τίποτα.
”Όχι, όχι, εντάξει είμαι”. ”Τι εντάξει, κορίτσι μου, έκανες μελανιά στο μάγουλο”.”Όχι, αυτή την είχα. Χτύπησα το πρωί…”. ”Χτύπησες ή…”.
Της ξέφυγε σαν αλαφιασμένη. ”Γαμημένε Αποστόλη… Δε θα το ξεχάσω αυτό, παλιομπινέ!”.
Φάνηκε νά΄ρχεται το τραμ και πήδηξε μέσα του. Έστριψε το σώμα κι έριξε μιά ματιά στο πίσω μέρος του φουστανιού της. Λίγη σκόνη. Τινάχτηκε. Η ώρα είχε περάσει, έπρεπε να βιαστεί. Οι ρόδες του τραμ τσίριζαν. Το σίδερο πάνω στο σίδερο φωνάζει, αναστενάζει.
Αναστέναξε βαθιά κι άνοιξε την τσάντα της. Το κοκκινάδι, οι ζίλιες, το μαντηλάκι, το χαρτί με τους στίχους, η ταυτότητα, δυό-τρεις καραμελίτσες.
Ένιωσε έρημη.
Της ήρθαν δάκρυα στα μάτια.
Ένα σύννεφο μοναξιάς να την κυκλώνει, όλοι κι όλα ξένα και εναντίον της.
Τί κακό έκανε; Είχε μιά καλή φωνή και κοίταζε να συμπληρώνει ένα χαρτζιλίκι. Ούτε τραβιόταν, ούτε μαγαζιά, ούτε ξενύχτια, τίποτα.
Μιά άδεια ζωή δίπλα σ΄ένα λεχρίτη.
Πρέπει να ψωνίσω κολοκύθια μετά. Και ρύζι.
Το ρύζι το πλένεις πρώτα, να φύγουν οι ποντικοκουράδες, καλό πλύσιμο θέλει, δυό τρία νερά. Μετά, ψιλοκόβεις κρεμυδάκι, το τσιγαρίζεις λίγο, ρίχνεις το ρύζι κι ανακατώνεις να μην αρπάξει . Έπειτα ρίχνεις το νερό, λίγη φυτίνη αν έχεις, λίγες σταφιδούλες αν έχεις, λίγο κουκουνάρι αν έχεις, άντε και λίγο μπάχαρι, αλάτι, πιπέρι.
Τα γνωστά.
Το ψήνεις κι έρχεται ο γαμημένος ο Αποστόλης που μου κάθισε μιά μπουνιά ο άναντρος, το κέρατο το βερνικωμένο, και μας κάνει και το μάγκα, ο ηλίθιος. Και γιατί τον ανέχομαι τόσα χρόνια;
Δεν έχεις τίποτα να πεις κατεβαίνοντας το πηγάδι, γιατί της μοίρας τα σκληρά χαστούκια καλά καταμεμάθηκες, στη μαλακή σου υπομονή όμως, τέρμα και φραγμούς δε βάζεις.
Σάμπως είσαι η μόνη; Η διπλανή σου, η ξαδέρφη σου, η Λούλα η χοντρή, τα ίδια δε τραβάνε με τους τζιτζιφιόγκους τους;
Ίσιωσ΄το φουστανάκι σου, σκούπισε το δάκρυ και προχώρα, γυναίκα, προχώρα στην εγγραφή και, κοίτα, α δε σε χαιρετήσουν, χαιρέτα εσύ η ίδια τον εαυτό σου και βράστους αυτούς. Όλοι μιά φάρα είναι, εγωίσταροι και σκατόψυχοι.
Έτσι λοιπόν με τη Νίτσα. Ακούει τις φωνές του κεφαλιού της, σκουπίζει τα δάκρυα και τινάζει ψηλά το μέτωπο.
Τώρα ήρθε η ώρα να κατέβει. Μ΄ένα πηδηματάκι στο δρόμο και εμπρός, βήμα ταχύ, τραβάει γιά την εγγραφή.
Ανεβαίνει τις σκάλες, ”γειά σου, Αννίτσα” τη χαιρετάει ο Ρ… που κατεβαίνει μαζί μ΄ έναν απ΄τους διευθυντάδες και έχουν ένα μουλωχτό κουβεντολόι.
Κι άλλοι, κι άλλοι ανεβοκατεβαίνουν.
Κάποιοι να περάσουν ένα τραγούδι, άλλοι τους στίχους τους, κιθάρες, βιολιά, cümbüs, μπουζούκια, μπαγλαμαδάκια.
Οι πλάκες βγαίνουν με τη σέσουλα, οργασμός. Ο κόσμος αγοράζει, φτηνά δεν είναι, παρηγοριά όμως θέλουν, να ξεφύγουν γιατί πολλά τους πέσαν. Τό΄να φεύγει, τ΄άλλο έρχεται. Μάλλον τίποτα δε φεύγει, όλα παραμένουν κι από πάνω στοιβάζονται καινούργια βάσανα.
Βάστα καρδιά, όλα εδώ θα μείνουνε. Σε ποιόν να πεις τον πόνο σου, όταν όλοι ίδια φορτία κουβαλούν; «Ποιός έχει μαύρη την καρδιά να γίνουμε συντρόφοι, να περπατάμε σ΄ερημιές να μη θωρούμ΄ανθρώποι..."
«Μ΄έχεις πρήξει! Δε θα μου πεις εσύ εμένα πως θα κάνω. Εγώ αποφασίζω εδώ! Όταν λέμε ότι κάτι δε θα τσουλήσει, πάει τελείωσε! Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Καταλαβαίνεις ή όχι;» Στέκεται μπροστά σε μιά ψηλή πόρτα ο μικρός το δέμας δερβέναγας, με τα δυό χέρια στις τσέπες του σακακιού του και τις πιέζει προς τα κάτω με ερεθισμένες κινήσεις, σχεδόν χοροπηδώντας επιτόπου.
Ο άλλος τον κοιτάζει σα βρεμένη γάτα.
«Γειά σου, Αννίτσα, βιάσου. Σε περιμένουν απάνω», της πετάει μ΄ένα προσποιητό χαμόγελο. «Τί έπαθε το μάγουλάκι σου;»
Κάνεις μικρούς κύκλους με το χέρι σου γιά να του δώσεις να καταλάβει ότι δεν είναι της στιγμής και συνεχίζεις τις σκάλες.
Τώρα στο διάδρομο με τα χλωμά art deco λαμπογυάλια που ρίχνουν ένα βερυκοκί φως.
Στην τελευταία πόρτα. Απέξω, στέκεται μιά, και τρεις της εταιρίας. Αναγνωρίζει τη γυναίκα. Φίρμα, πιασμένο όνομα της ελαφριάς μουσικής. Κρατάει με το ένα χέρι μιά κιθάρα και με τ΄άλλο χειρονομεί, χεπ χεπ. «
Δε μπορείτε να μου κάνετε τέτοια εμένα. Ήταν ή δεν ήταν η σειρά μου;», φωνάζει επιτακτικά και τα μάτια της πετάνε σπίθες.
«Σας εξηγήσαμε, ήρθε εντολή άνωθεν και οφείλεται σε τεχνικούς λόγους. Λυπούμαστε αλλά, τί να κάνουμε, συμβαίνουν αυτά. Δε πρόκειται ν΄αργήσουν, μην ανησυχείτε».
Έχεις πλησιάσει και κοντοστέκεσαι. «Καλημέρα, Αννίτσα. Έλα, πέρνα μέσα», λέει ένας απ’ τους τρεις και παραμερίζει.
«Εσύ είσαι η λεγάμενη; Εσύ μου παίρνεις τη σειρά;», της λέει η γυναίκα με την κιθάρα και το βλέμμα της είναι παγωμένο σαν έχιδνας.
«Ναι, δε το προκάλεσα εγώ. Κάνω όπως με ειδοποίησαν», της λες. «Μάλιστα! Ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα», λέει η έχιδνα και σε κοιτάζει με περιφρόνηση, από πάνω ίσαμε κάτω.
«Δεν είμαστε στα καλά μας, καθόλου στα καλά μας...»Αννίτσα, κρατήσου. Να την αρχίσω τώρα στις μπάτσες και να της φέρω και την κιθάρα κολάρο της παλιομαϊμούς ή να κάνω την πάπια;
«Γιαβρί μου», εμφανίζεται η εικόνα του πατέρα στην οθόνη του μυαλού σου, «μείνε ήρεμη. Μη καταδέχεσαι. Εσύ ξέρεις τι είσαι κι από που έρχεσαι. Άστην αυτή τη σκύλα να γαυγίζει. Θυμήσου από που έρχεσαι και μη ξοδεύεσαι...»
Οι γλώσσες φωτιές που άναψαν μέσα σου, πετάχτηκαν προς τα πάνω και σου λαμπάδιασαν το κεφάλι, τραβιούνται πίσω και σβύνουν. Μ΄ένα χαμόγελο της πετάς, «ας πούμε πως δε το άκουσα αυτό. Πάω μέσα...»
”Ανακάλυψα ότι η βασική διαφορά ανάμεσα στην Πάνω Πόλη και στην Κάτω είναι πως στην Πάνω οι άνθρωποι είναι πιό ντόμπροι. Ή μάλλον έτσι μου φαίνεται πως είναι. Στην Πάνω Πόλη μιά πουτάνα είναι πουτάνα, ο νταβατζής νταβατζής, ο κλέφτης κλέφτης, η αδερφή αδερφή, η τζιβιτζιλού τζιβιτζιλού, τα μαμόθρευτα μαμόθρευτα. Στο κάτω μέρος ήταν πολλές φορές κυρία της καλής κοινωνίας, ο νταβάς υπάλληλος σε διοικητική θέση, η αδερφή πλαίυμπόυ, η τζιβιτζιλού ντεμπυτάντ, το μαμόθρευτο κάποιος που δεν μπορούσε να προσαρμοστεί κι είχε προβλήματα.Ποτέ δεν κατάφερνα να τα βγάλω πέρα μ΄αυτό το διπλό προσωπείο. Κι όταν μερικές φορές τα θαλάσσωνα, ο κοκοροκαυγάς φούντωνε με το κατευθείαν· τελικά κανένας εκειπέρα δεν έλεγε ποτέ τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη” *
Μέσα είναι αρκετοί. Το μάτι σου πέφτει στον πιό ψηλό, με το πρόσωπό που λάμπει από καλωσύνη.”Γειά σου Κωστάκι”, και σου κλείνει το μάτι όλο τρυφεράδα.
Αυτουνού η ζεστασιά σου μετράει πολύ, Αννίτσα. Και των αλλονών, αλλά αυτός έχει κάτι ιδιαίτερο. Δεν είναι μόνο η φωνή του όταν τραγουδάει που σε πάει, κι εγώ δε ξέρω που, είναι, πως να το πούμε, αληθινός μέχρι την τελευταία του σταγόνα. Κι αυτός ”από κει” και τυραγνισμένος αλλά, πάντα μ΄ένα χαμόγελο.
Κι εκεί, μέσα στα καμώματα του βιολιτζή, [άλλο μάλαμα αυτός] με αγγέλους να φτεροκοπούν ανάμεσα στα δάχτυλά του, με το cümbüs που ακολουθεί μέχρι τελευταία νότα, την κιθάρα που την παίζει ένας άλλος φλογισμένος απ΄το δικό του δαίμονα, ο ψηλός, ο βελούδινος τραγουδιστής που περιμένει τη σειρά του γιά να χτυπήσει τα δικά του τραγούδια, θα σου πετάξει θερμά, «γειααά σου, ρε Αννίτσα!» και συ του χαμογελάς, ενώ η φωνή σου ανοίγει και κλείνει, σα τα λουλουδάκια εκείνου του σεμνού αναρριχώμενου που το λένε «Έρωτα» και ανθίζει τα δειλινά.
Τραγουδάς γιά μπαλκόνια που τα φυσάει ο αέρας, γιά τον ερωτευμένο που δε του ενδίδεις και στέκεται από κάτω και μαραζώνει.
Εσύ είσαι το τραγούδι, εσύ είσαι που θα μείνεις.
Εσύ και τα όργανα που το παίζουν, οι ψυχές των γνωστών και άγνωστων μουσικών που δε γράφτηκαν τα ονόματά τους.
Θα περάσεις σα «κομπάρσα» στην ιστορία, λίγα ως τίποτα θα λένε γιά σένα αλλά, δικό τους καπέλο.
Εσύ είσαι η ψυχή, εσύ το άστρο, εσύ θα αγκυλώνεις τις καρδιές αυτών που θ΄ακούν το τραγούδι σου.
Μετά από χρόνια πολλά, όταν θά΄σαι πιά παραχωμένη στη Γη, φανατικοί νέοι θιασώτες θα σε παρακάμπτουν γιατί δε θα καταλαβαίνουν, αλλά μη σε νοιάζει.
Η ζεστασιά της ψυχούλας σου θα μείνει χαραγμένη στ΄αυλάκια της πλάκας, γιά όσους δεν έχουν τοίχους στ΄αυτιά...
«Γαμώ τη φάρα που σε πέταγε, ξεφτιλισμένη!».
Σου βγήκε σα φάντης ο Αποστόλης, μόλις έστριψες στη γωνιά.
Δε το περίμενες.
Το χνώτο του ήρθε στο πρόσωπό σου και μύριζε σάπια δόντια κι αγωνία. Τα μάτια του ήταν σφιγμένα και το πουλόβερ του το φόραγε το μέσα-έξω. Είχε κιόλας σφίξει τα χέρια του γύρω απ΄το λαιμό σου και σε ταρακούναγε πέρα-δώθε.
Οι βρισιές βγαίναν σκοτεινές και φρενιασμένες κι απ΄το στόμα του πετάγονταν σάλια.
«Καλέ, τί κάνεις εκεί;» στρίγκλισε μιά γυναίκα απ΄ένα παραθύρι, «θα το πνίξεις το κορίτσι...».
Ο Αποστόλης δεν άκουγε τίποτα. Είχε μπει σ΄ένα ορμητικό ποτάμι με μαύρα νερά που τον παράσερναν.
Τα μάτια σου γούρλωσαν, άρχισες να βγάζεις ρόγχους απ΄το λάρυγγα. Ένιωσες πως πάει, ως εδώ ήταν η ζωούλα σου. Από στιγμή σε στιγμή θα σωριαζόσουν κάτω σαν άδειο σακκί άψυχη κι η ψυχή σου θα έφευγε στο βάθος του άδειου δρόμου, πάνω απ΄τα σπίτια, να πάει να συναντήσει τον πατέρα σου, τη μάνα σου κι όλους αυτούς που τζάμπα χάθηκαν απ΄το σόι σου.
Γιά ένα δευτερόλεπτο έχασες το φως, όλα σκοτείνιασαν.
Το έξω φως γιατί μέσα σου είδες εκείνη την πέτρα να σηκώνεται ψηλά και να στριφογυρίζει αφηνιασμένη βρρρ...
Τα λίγα κέντρα υποστήριξης της ζωής που δεν είχαν ολότελα αδρανοποιηθεί μέσα σου, πυροδοτήθηκαν. Στείλαν σήματα το ένα στο άλλο, γλήγορα, γλήγορα, χανόμαστε, το αίμα κόχλασε, η αντλία της καρδιάς φούσκωσε και ξεφούσκωσε μ΄όση δύναμη της απόμενε, ο εγκέφαλος τα σύλλεξε όλ΄αυτά και έδωσε την εντολή, ΧΤΥΠΑ!
Το ένα σου πόδι ανασηκώθηκε, το άλλο στηλώθηκε γερότερα και με μιά αυτόματη κίνηση, βάρεσε το γόνατό σου τ΄αχαμνά του.
Η κραυγή του βγήκε θολή, γκρίζα, αλλόκοτη. Πρώτα η φωνή του πόνου και κολλητά, «ποτάνα ξεσκισμένη!».
Τα χέρια του σ΄άφησαν κι έπεσε στα γόνατα.Τώρα παίρνεις απεγνωσμένες ανάσες και τ΄οξυγόνο ορμάει μέσα σου, ζαλίζοντάς σε. Γέρνεις πάνω στον τοίχο, κι άλλες ανάσες, κι άλλες, γλήγορα, γλήγορα, προτού σηκωθεί στα πόδια του. «Τσάκισέ τον!», μούγκρισε μέσα σε μιά λάμψη του μυαλού ο πατέρας σου, «Τσάκισέ τον, κόρη μου, πριν σε στείλει εκίνος στον Άδη!».
Το πόδι σου σηκώθηκε ακόμα μιά φορά, η φτέρνα κάμφθηκε και το τακούνι της γοβίτσας σου τον πέτυχε ακριβώς δίπλα στο μάτι.
Τον πήραν τα αίματα.
Έφαγε δυό τακουνιές ακόμα, από ένα πλάσμα που είχε χάσει κάθε έλεγχο. Όλοι οι πόνοι της κόλασης που είχες ζήσει ανήμπορη στα έντεκά σου χρόνια, το κολύμπι ανάμεσα στα τουμπανιασμένα πτώματα, το ταξίδι με το σαπιοκάραβο, οι προσβολές στην Παλιά Ελλάδα, ο αγώνας γιά την επιβίωση κι η ζητιανιά, όλ΄αυτά γίναν χτυπήματα απ΄το τακούνι της γοβίτσας σου, σ΄ένα σώμα που κατέρρεε βρίζοντας και φτύνοντας αίμα.
«Καλέ κορίτσι μου, στ΄όνομα του Θεού και της Παναγίας», στρίγκλισε ξανά η γυναίκα απ΄το παραθύρι, έχοντάς τα τελείως χαμένα.
Ο Αποστόλης κείτονταν μέσα σε μιά λίμνη αίματος και έτρεμε ανήμπορος.
Οι γυναίκες είναι να μη φτάσουν στα άκρα, ένα βήμα απ΄το γκρεμό. Έτσι και φτάσουν, δέκα φορές σκληρότερες γίνονται απ΄τους άντρες. Τη ζωή τη σέβονται, γιατί αυτές τη δημιουργούν, φτάνει να μη τεντώσεις τις χορδές τους ώσπου να σπάσουν.
Περνάει σαν αστραπή απ΄το μυαλό σου, να του δώσεις ένα τελειωτικό χτύπημα, χτυπώντας με το τακούνι σου μέσα στην τρύπα του αυτιού του αλλά, όχι Αννίτσα! Φτάνει ως εδώ...
Τον φτύνεις μιά και δυό φορές, τον παρατάς εκεί και γνέφεις στη γυναίκα στο παραθύρι, «φώναξε τώρα, κυρά, την αστυνομία, να΄ρθούν να τον μαζέψουν...» και μόλις το λες, ένας ορμητικός άνεμος μπαίνει στο στενό, βουίζοντας. Σηκώνει το σώμα σου πλάγια, το παίρνει μαζί του, κρατώντας το κάτω απ΄τη μασχάλη του, στρίβει στη γωνιά και χάνεται.
*To απόσπασμα με τους κόκκινους χαρακτήρες είναι λόγια της μαύρης Αμερικανίδας τραγουδίστριας Billie Holiday – ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ, Η ΚΥΡΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΤΑ ΜΠΛΟΥΖ, εκδ. ΑΓΡΑ, Αθήνα 1984, σελ. 100-101
Κάθε πιθανή ομοιότητα των χαρακτήρων με πραγματικά πρόσωπα είναι τελείως τυχαία.
Κώστας Λαδόπουλος
Στοκχόλμη, ένα Σάββατο του 2009
Wednesday, March 18, 2009
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment