Τα πουλιά φώναζαν απ' την απέναντι όχθη
Οι Ερινύες, ψηλά,
με φωσφορικά δίκωχα
ξύναν τις κοιλιές τους και καραδοκούσαν.
Το κοινό σιωπηλό κρατούσε την ανάσα
Το δίχτυ μεταφέρθηκε
- Πέσε! φώναζαν όλοι
Εκεί, όλα σταματούν
Το βουνό αδιαφορεί,
γυρίζει τη ράχη του
Ο καπνός σηκώνεται ψηλά,
διαλύεται σφυρίζοντας
Η θάλασσα πρασινίζει,
τα φύκια πέφτουν σε βαθύ ύπνο
Ο φωτοσημαντής εμβυθίζεται,
ανάβει τους προβολείς του και έλκει,
έλκε,
έλκ,
έλ,
ε
.........
Thursday, March 19, 2009
Wednesday, March 18, 2009
To ξύπνημα των κοιμισμένων τοπίων...
Αν πηδήξω έξω απ΄τον εαυτό μου και γίνω αναγνώστης των blogs:
elkibra-rebetiko.blogspot.com (thorax and mind)
elkibra-rebetiko2.blogspot.com (in English)
elkibra-Sofiaabadzi.blogspot.com
θα μπορούσα να αναρωτηθώ και να σκεφτώ: αυτός ο άνθρωπος μοιάζει να είναι "κολλημένος" σ΄αυτό που κάνει. Μοιάζει σα μπουκάλα στο πέλαγο που έχει φωνή , σα μειοψηφία ενός δωματίου που συνομιλεί μ΄αποθαμένους, που επαναλαμβάνει, λίγο-πολύ, τα ίδια και τα ίδια, γιά ένα θέμα που θεωρείται λήξαν, εδώ και, δε ξέρω πόσα χρόνια... Μάλλον του συμβαίνει κάτι , ή έχει πάρει την κατρακύλα προς τα πίσω.
Πράγματι, κάποια αλήθεια υπάρχει σ΄όλ΄αυτά. Δε ξέρω πόσο έχει να κάνει με τα χρόνια, ξέρω όμως πως, καθοριστική σημασία έχουν οι συνθήκες της ζωής (μου). Μακριά απ΄τις παρακμιακές ελληνικές σειρήνες και ξένος (ηθελημένα) σε τόπο που φιλοξενεί το εξωτερικό μου μόνο περίβλημα, έχω όλες τις ευκαιρίες ν΄ακούω, να ψάχνω, να ψαύω και να ψαχουλεύω, δίχως αναστολές. Να μπαίνω μέσα στο ριζικό σύστημα του μυαλού, να ξεχωρίζω τα πρόβατα των σημαντικών πληροφοριών, απ΄τα ερίφια των ασήμαντων, να ξαναθυμάμαι ανθρώπους που κάποτε γνώρισα και ήταν βαθιά χωμένοι στην ταράφα και τώρα μόνο το καταλαβαίνω και, τέτοια...
Μ΄όλ΄αυτά, συμφιλιώνεται κανείς με το παρελθόν του, αντιλαμβάνεται γιατί κάποια πράγματα έγιναν και κάποια όχι. Αυτή η ήρεμη περιδιάβαση σε κοιμισμένα τοπία του νου, υπό την υπόκρουση των Μικρασιάτικων τραγουδιών, μου δίνει και να καταλάβω γιατί απόφευγα τους καυγάδες τω δρόμων, εκτός κάποτε που, λίγο έλειψε να ποδοπατήσω κάποιον σα γόπα... Τα Μικρασιάτικα γονίδια δούλευαν στο σκοτάδι, καθόριζαν και διόρθωναν την πορεία μου, ενώ εγώ αγρούς αγόραζα...
Τώρα όμως, τώρα που στάθηκα και κοίταξα τους πάνθηρες κατάματα, που υπολόγισα το κέρδος και τη ζημιά, που έβαλα απ΄τη μιά μεριά τους "αψηλούς Γκέγκηδες" κι απ΄την άλλη "τους χαμηλούς Τόσκηδες", τις ισορροπίες σε τεντωμένα σκοινιά και τις πλασματικές αναθεωρήσεις, τώρα μπορώ να ψιθυρίσω ότι έχω πολλά να πω κατεβαίνοντας στο πηγάδι γιατί "φίλων και πρότερων εγνωκότων θανάτων την γνώσιν καταμεμάθηκα, την δε περίεργον τούτων χρήσιν μακράν απεωσάμην".
Έτζι, αρθρώνω, χωρίς να το βρίσκω κωμικό και παρωχημένο πως, δεν είμαι Έλληνας, είμαι Μικρασιάτης Έλληνας!
Η Νίτσα - το σώμα μετέωρο...
Πήγαινε με γοργό βήμα.
Σχεδόν έτρεχε.
Στο κεφάλι της κουβάρι οι σκέψεις.
Ένα νεύρο χτύπαγε στ΄αριστερό της μάτι.
Κάποιον θα δεις, λέει ο κόσμος και στ΄αλήθεια, είδε κάτι. Είδε μιά μπουνιά το πρωί νά΄ρχεται προς το μάτι της, έσκυψε λίγο και την έφαγε στο μάγουλο.
”Γαμημένε”, έτριξε τα δόντια της.
Κοίταξε σ΄ένα μεγάλο ρολόι και δεν είδε τη λεμονόκουπα. Το σώμα της αποσπάστηκε από το δρόμο κι έμεινε μετέωρο στον αέρα. Μ΄ένα κωμικό τρόπο έκανε κάποιες απεγνωσμένες προσπάθειες να ξανάβρει ισορροπία αλλά, σα να ακινητοποιήθηκε στο κενό.
Κανείς δε φάνηκε να το βλέπει, αν και προχωρούσε ανάμεσα σε πολλούς περαστικούς.
Να, λοιπόν που το μικρό της σώμα στέκεται πλάγια στον αέρα, ένα πόδι εδώ μπομ, κι ένα πόδι εκεί μπιμ, κι ο στρουμπουλός αγκώνας της διπλωμένος να τρεμουλιάζει.
Ο χρόνος παγώνει κι η Νίτσα κατεβαίνει μες τον εαυτό της.
”Μαύρη η ώρα κι η στιγμή που τον πήρα μ΄αυτή τη ζήλεια του, [το φόβο του να λες], τον καριόλη. Εγώ ξεγλύστρησα απ΄το το κατώφλι της κόλασης και να με βαράει τώρα αυτό το καθήκι, εδώ που ήρθα να σωθώ... Γαμώ τη μοίρα μου…» Η προστασία. Η ανάγκη γιά προστασία, η μεγάλη παγίδα.
Βρέθηκε καθισμένη στα γόνατα του πατέρα της, να της χαϊδεύει τα μαλλιά και να την ταχταρίζει.
”Κατεργαρούλα Νιτσουλάκι, γλυκό μου γιαβρί” κι έσκυβε, κουνώντας το πρόσωπό του μέσα στον τρυφερό λαιμό της και τα μουστάκια του μύριζαν παστουρμά κι εκείνη ξεκαρδιζόταν.
Έκανε μιά κίνηση να του χαϊδέψει τη μύτη του πού΄μοιαζε μελτζάνα.
Πάει τζάμπα ο άνθρωπος. Γιά ένα άδειο πουκάμισο τινάχτηκαν όλα στον αέρα.
”Κάτσε, βρε Νίτσα, πονάει αυτό, μανάρι μου”, της παραπονιόταν που τού΄βαζε ένα μανταλάκι στη μύτη.
Εκείνη η πέτρα που την κλώτσαγε στο δρόμο, τρέχοντας ανέμελλη με τη σάκκα στον ώμο. Απ΄το σχολείο ώσαμε το σπίτι την κλώτσαγε κι αυτή σπιθοβολούσε, πέταγε ανταύγειες και στριφογύριζε, σα νά΄παιζε κι εκείνη μαζί της. Μιά πέτρα σ΄ένα δρόμο. Έχουν ψυχή κι οι πέτρες, της λέγανε, αλλά τότε δε τα πίστευε αυτά.
”Χτύπησες, πουλάκι μου;”. Ένα μαλακό χέρι την κρατούσε απ΄τη μασχάλη τρυφερά.
Μιά γυναίκα.
Είχε πέσει.
Δε κατάλαβε τίποτα.
”Όχι, όχι, εντάξει είμαι”. ”Τι εντάξει, κορίτσι μου, έκανες μελανιά στο μάγουλο”.”Όχι, αυτή την είχα. Χτύπησα το πρωί…”. ”Χτύπησες ή…”.
Της ξέφυγε σαν αλαφιασμένη. ”Γαμημένε Αποστόλη… Δε θα το ξεχάσω αυτό, παλιομπινέ!”.
Φάνηκε νά΄ρχεται το τραμ και πήδηξε μέσα του. Έστριψε το σώμα κι έριξε μιά ματιά στο πίσω μέρος του φουστανιού της. Λίγη σκόνη. Τινάχτηκε. Η ώρα είχε περάσει, έπρεπε να βιαστεί. Οι ρόδες του τραμ τσίριζαν. Το σίδερο πάνω στο σίδερο φωνάζει, αναστενάζει.
Αναστέναξε βαθιά κι άνοιξε την τσάντα της. Το κοκκινάδι, οι ζίλιες, το μαντηλάκι, το χαρτί με τους στίχους, η ταυτότητα, δυό-τρεις καραμελίτσες.
Ένιωσε έρημη.
Της ήρθαν δάκρυα στα μάτια.
Ένα σύννεφο μοναξιάς να την κυκλώνει, όλοι κι όλα ξένα και εναντίον της.
Τί κακό έκανε; Είχε μιά καλή φωνή και κοίταζε να συμπληρώνει ένα χαρτζιλίκι. Ούτε τραβιόταν, ούτε μαγαζιά, ούτε ξενύχτια, τίποτα.
Μιά άδεια ζωή δίπλα σ΄ένα λεχρίτη.
Πρέπει να ψωνίσω κολοκύθια μετά. Και ρύζι.
Το ρύζι το πλένεις πρώτα, να φύγουν οι ποντικοκουράδες, καλό πλύσιμο θέλει, δυό τρία νερά. Μετά, ψιλοκόβεις κρεμυδάκι, το τσιγαρίζεις λίγο, ρίχνεις το ρύζι κι ανακατώνεις να μην αρπάξει . Έπειτα ρίχνεις το νερό, λίγη φυτίνη αν έχεις, λίγες σταφιδούλες αν έχεις, λίγο κουκουνάρι αν έχεις, άντε και λίγο μπάχαρι, αλάτι, πιπέρι.
Τα γνωστά.
Το ψήνεις κι έρχεται ο γαμημένος ο Αποστόλης που μου κάθισε μιά μπουνιά ο άναντρος, το κέρατο το βερνικωμένο, και μας κάνει και το μάγκα, ο ηλίθιος. Και γιατί τον ανέχομαι τόσα χρόνια;
Δεν έχεις τίποτα να πεις κατεβαίνοντας το πηγάδι, γιατί της μοίρας τα σκληρά χαστούκια καλά καταμεμάθηκες, στη μαλακή σου υπομονή όμως, τέρμα και φραγμούς δε βάζεις.
Σάμπως είσαι η μόνη; Η διπλανή σου, η ξαδέρφη σου, η Λούλα η χοντρή, τα ίδια δε τραβάνε με τους τζιτζιφιόγκους τους;
Ίσιωσ΄το φουστανάκι σου, σκούπισε το δάκρυ και προχώρα, γυναίκα, προχώρα στην εγγραφή και, κοίτα, α δε σε χαιρετήσουν, χαιρέτα εσύ η ίδια τον εαυτό σου και βράστους αυτούς. Όλοι μιά φάρα είναι, εγωίσταροι και σκατόψυχοι.
Έτσι λοιπόν με τη Νίτσα. Ακούει τις φωνές του κεφαλιού της, σκουπίζει τα δάκρυα και τινάζει ψηλά το μέτωπο.
Τώρα ήρθε η ώρα να κατέβει. Μ΄ένα πηδηματάκι στο δρόμο και εμπρός, βήμα ταχύ, τραβάει γιά την εγγραφή.
Ανεβαίνει τις σκάλες, ”γειά σου, Αννίτσα” τη χαιρετάει ο Ρ… που κατεβαίνει μαζί μ΄ έναν απ΄τους διευθυντάδες και έχουν ένα μουλωχτό κουβεντολόι.
Κι άλλοι, κι άλλοι ανεβοκατεβαίνουν.
Κάποιοι να περάσουν ένα τραγούδι, άλλοι τους στίχους τους, κιθάρες, βιολιά, cümbüs, μπουζούκια, μπαγλαμαδάκια.
Οι πλάκες βγαίνουν με τη σέσουλα, οργασμός. Ο κόσμος αγοράζει, φτηνά δεν είναι, παρηγοριά όμως θέλουν, να ξεφύγουν γιατί πολλά τους πέσαν. Τό΄να φεύγει, τ΄άλλο έρχεται. Μάλλον τίποτα δε φεύγει, όλα παραμένουν κι από πάνω στοιβάζονται καινούργια βάσανα.
Βάστα καρδιά, όλα εδώ θα μείνουνε. Σε ποιόν να πεις τον πόνο σου, όταν όλοι ίδια φορτία κουβαλούν; «Ποιός έχει μαύρη την καρδιά να γίνουμε συντρόφοι, να περπατάμε σ΄ερημιές να μη θωρούμ΄ανθρώποι..."
«Μ΄έχεις πρήξει! Δε θα μου πεις εσύ εμένα πως θα κάνω. Εγώ αποφασίζω εδώ! Όταν λέμε ότι κάτι δε θα τσουλήσει, πάει τελείωσε! Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Καταλαβαίνεις ή όχι;» Στέκεται μπροστά σε μιά ψηλή πόρτα ο μικρός το δέμας δερβέναγας, με τα δυό χέρια στις τσέπες του σακακιού του και τις πιέζει προς τα κάτω με ερεθισμένες κινήσεις, σχεδόν χοροπηδώντας επιτόπου.
Ο άλλος τον κοιτάζει σα βρεμένη γάτα.
«Γειά σου, Αννίτσα, βιάσου. Σε περιμένουν απάνω», της πετάει μ΄ένα προσποιητό χαμόγελο. «Τί έπαθε το μάγουλάκι σου;»
Κάνεις μικρούς κύκλους με το χέρι σου γιά να του δώσεις να καταλάβει ότι δεν είναι της στιγμής και συνεχίζεις τις σκάλες.
Τώρα στο διάδρομο με τα χλωμά art deco λαμπογυάλια που ρίχνουν ένα βερυκοκί φως.
Στην τελευταία πόρτα. Απέξω, στέκεται μιά, και τρεις της εταιρίας. Αναγνωρίζει τη γυναίκα. Φίρμα, πιασμένο όνομα της ελαφριάς μουσικής. Κρατάει με το ένα χέρι μιά κιθάρα και με τ΄άλλο χειρονομεί, χεπ χεπ. «
Δε μπορείτε να μου κάνετε τέτοια εμένα. Ήταν ή δεν ήταν η σειρά μου;», φωνάζει επιτακτικά και τα μάτια της πετάνε σπίθες.
«Σας εξηγήσαμε, ήρθε εντολή άνωθεν και οφείλεται σε τεχνικούς λόγους. Λυπούμαστε αλλά, τί να κάνουμε, συμβαίνουν αυτά. Δε πρόκειται ν΄αργήσουν, μην ανησυχείτε».
Έχεις πλησιάσει και κοντοστέκεσαι. «Καλημέρα, Αννίτσα. Έλα, πέρνα μέσα», λέει ένας απ’ τους τρεις και παραμερίζει.
«Εσύ είσαι η λεγάμενη; Εσύ μου παίρνεις τη σειρά;», της λέει η γυναίκα με την κιθάρα και το βλέμμα της είναι παγωμένο σαν έχιδνας.
«Ναι, δε το προκάλεσα εγώ. Κάνω όπως με ειδοποίησαν», της λες. «Μάλιστα! Ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα», λέει η έχιδνα και σε κοιτάζει με περιφρόνηση, από πάνω ίσαμε κάτω.
«Δεν είμαστε στα καλά μας, καθόλου στα καλά μας...»Αννίτσα, κρατήσου. Να την αρχίσω τώρα στις μπάτσες και να της φέρω και την κιθάρα κολάρο της παλιομαϊμούς ή να κάνω την πάπια;
«Γιαβρί μου», εμφανίζεται η εικόνα του πατέρα στην οθόνη του μυαλού σου, «μείνε ήρεμη. Μη καταδέχεσαι. Εσύ ξέρεις τι είσαι κι από που έρχεσαι. Άστην αυτή τη σκύλα να γαυγίζει. Θυμήσου από που έρχεσαι και μη ξοδεύεσαι...»
Οι γλώσσες φωτιές που άναψαν μέσα σου, πετάχτηκαν προς τα πάνω και σου λαμπάδιασαν το κεφάλι, τραβιούνται πίσω και σβύνουν. Μ΄ένα χαμόγελο της πετάς, «ας πούμε πως δε το άκουσα αυτό. Πάω μέσα...»
”Ανακάλυψα ότι η βασική διαφορά ανάμεσα στην Πάνω Πόλη και στην Κάτω είναι πως στην Πάνω οι άνθρωποι είναι πιό ντόμπροι. Ή μάλλον έτσι μου φαίνεται πως είναι. Στην Πάνω Πόλη μιά πουτάνα είναι πουτάνα, ο νταβατζής νταβατζής, ο κλέφτης κλέφτης, η αδερφή αδερφή, η τζιβιτζιλού τζιβιτζιλού, τα μαμόθρευτα μαμόθρευτα. Στο κάτω μέρος ήταν πολλές φορές κυρία της καλής κοινωνίας, ο νταβάς υπάλληλος σε διοικητική θέση, η αδερφή πλαίυμπόυ, η τζιβιτζιλού ντεμπυτάντ, το μαμόθρευτο κάποιος που δεν μπορούσε να προσαρμοστεί κι είχε προβλήματα.Ποτέ δεν κατάφερνα να τα βγάλω πέρα μ΄αυτό το διπλό προσωπείο. Κι όταν μερικές φορές τα θαλάσσωνα, ο κοκοροκαυγάς φούντωνε με το κατευθείαν· τελικά κανένας εκειπέρα δεν έλεγε ποτέ τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη” *
Μέσα είναι αρκετοί. Το μάτι σου πέφτει στον πιό ψηλό, με το πρόσωπό που λάμπει από καλωσύνη.”Γειά σου Κωστάκι”, και σου κλείνει το μάτι όλο τρυφεράδα.
Αυτουνού η ζεστασιά σου μετράει πολύ, Αννίτσα. Και των αλλονών, αλλά αυτός έχει κάτι ιδιαίτερο. Δεν είναι μόνο η φωνή του όταν τραγουδάει που σε πάει, κι εγώ δε ξέρω που, είναι, πως να το πούμε, αληθινός μέχρι την τελευταία του σταγόνα. Κι αυτός ”από κει” και τυραγνισμένος αλλά, πάντα μ΄ένα χαμόγελο.
Κι εκεί, μέσα στα καμώματα του βιολιτζή, [άλλο μάλαμα αυτός] με αγγέλους να φτεροκοπούν ανάμεσα στα δάχτυλά του, με το cümbüs που ακολουθεί μέχρι τελευταία νότα, την κιθάρα που την παίζει ένας άλλος φλογισμένος απ΄το δικό του δαίμονα, ο ψηλός, ο βελούδινος τραγουδιστής που περιμένει τη σειρά του γιά να χτυπήσει τα δικά του τραγούδια, θα σου πετάξει θερμά, «γειααά σου, ρε Αννίτσα!» και συ του χαμογελάς, ενώ η φωνή σου ανοίγει και κλείνει, σα τα λουλουδάκια εκείνου του σεμνού αναρριχώμενου που το λένε «Έρωτα» και ανθίζει τα δειλινά.
Τραγουδάς γιά μπαλκόνια που τα φυσάει ο αέρας, γιά τον ερωτευμένο που δε του ενδίδεις και στέκεται από κάτω και μαραζώνει.
Εσύ είσαι το τραγούδι, εσύ είσαι που θα μείνεις.
Εσύ και τα όργανα που το παίζουν, οι ψυχές των γνωστών και άγνωστων μουσικών που δε γράφτηκαν τα ονόματά τους.
Θα περάσεις σα «κομπάρσα» στην ιστορία, λίγα ως τίποτα θα λένε γιά σένα αλλά, δικό τους καπέλο.
Εσύ είσαι η ψυχή, εσύ το άστρο, εσύ θα αγκυλώνεις τις καρδιές αυτών που θ΄ακούν το τραγούδι σου.
Μετά από χρόνια πολλά, όταν θά΄σαι πιά παραχωμένη στη Γη, φανατικοί νέοι θιασώτες θα σε παρακάμπτουν γιατί δε θα καταλαβαίνουν, αλλά μη σε νοιάζει.
Η ζεστασιά της ψυχούλας σου θα μείνει χαραγμένη στ΄αυλάκια της πλάκας, γιά όσους δεν έχουν τοίχους στ΄αυτιά...
«Γαμώ τη φάρα που σε πέταγε, ξεφτιλισμένη!».
Σου βγήκε σα φάντης ο Αποστόλης, μόλις έστριψες στη γωνιά.
Δε το περίμενες.
Το χνώτο του ήρθε στο πρόσωπό σου και μύριζε σάπια δόντια κι αγωνία. Τα μάτια του ήταν σφιγμένα και το πουλόβερ του το φόραγε το μέσα-έξω. Είχε κιόλας σφίξει τα χέρια του γύρω απ΄το λαιμό σου και σε ταρακούναγε πέρα-δώθε.
Οι βρισιές βγαίναν σκοτεινές και φρενιασμένες κι απ΄το στόμα του πετάγονταν σάλια.
«Καλέ, τί κάνεις εκεί;» στρίγκλισε μιά γυναίκα απ΄ένα παραθύρι, «θα το πνίξεις το κορίτσι...».
Ο Αποστόλης δεν άκουγε τίποτα. Είχε μπει σ΄ένα ορμητικό ποτάμι με μαύρα νερά που τον παράσερναν.
Τα μάτια σου γούρλωσαν, άρχισες να βγάζεις ρόγχους απ΄το λάρυγγα. Ένιωσες πως πάει, ως εδώ ήταν η ζωούλα σου. Από στιγμή σε στιγμή θα σωριαζόσουν κάτω σαν άδειο σακκί άψυχη κι η ψυχή σου θα έφευγε στο βάθος του άδειου δρόμου, πάνω απ΄τα σπίτια, να πάει να συναντήσει τον πατέρα σου, τη μάνα σου κι όλους αυτούς που τζάμπα χάθηκαν απ΄το σόι σου.
Γιά ένα δευτερόλεπτο έχασες το φως, όλα σκοτείνιασαν.
Το έξω φως γιατί μέσα σου είδες εκείνη την πέτρα να σηκώνεται ψηλά και να στριφογυρίζει αφηνιασμένη βρρρ...
Τα λίγα κέντρα υποστήριξης της ζωής που δεν είχαν ολότελα αδρανοποιηθεί μέσα σου, πυροδοτήθηκαν. Στείλαν σήματα το ένα στο άλλο, γλήγορα, γλήγορα, χανόμαστε, το αίμα κόχλασε, η αντλία της καρδιάς φούσκωσε και ξεφούσκωσε μ΄όση δύναμη της απόμενε, ο εγκέφαλος τα σύλλεξε όλ΄αυτά και έδωσε την εντολή, ΧΤΥΠΑ!
Το ένα σου πόδι ανασηκώθηκε, το άλλο στηλώθηκε γερότερα και με μιά αυτόματη κίνηση, βάρεσε το γόνατό σου τ΄αχαμνά του.
Η κραυγή του βγήκε θολή, γκρίζα, αλλόκοτη. Πρώτα η φωνή του πόνου και κολλητά, «ποτάνα ξεσκισμένη!».
Τα χέρια του σ΄άφησαν κι έπεσε στα γόνατα.Τώρα παίρνεις απεγνωσμένες ανάσες και τ΄οξυγόνο ορμάει μέσα σου, ζαλίζοντάς σε. Γέρνεις πάνω στον τοίχο, κι άλλες ανάσες, κι άλλες, γλήγορα, γλήγορα, προτού σηκωθεί στα πόδια του. «Τσάκισέ τον!», μούγκρισε μέσα σε μιά λάμψη του μυαλού ο πατέρας σου, «Τσάκισέ τον, κόρη μου, πριν σε στείλει εκίνος στον Άδη!».
Το πόδι σου σηκώθηκε ακόμα μιά φορά, η φτέρνα κάμφθηκε και το τακούνι της γοβίτσας σου τον πέτυχε ακριβώς δίπλα στο μάτι.
Τον πήραν τα αίματα.
Έφαγε δυό τακουνιές ακόμα, από ένα πλάσμα που είχε χάσει κάθε έλεγχο. Όλοι οι πόνοι της κόλασης που είχες ζήσει ανήμπορη στα έντεκά σου χρόνια, το κολύμπι ανάμεσα στα τουμπανιασμένα πτώματα, το ταξίδι με το σαπιοκάραβο, οι προσβολές στην Παλιά Ελλάδα, ο αγώνας γιά την επιβίωση κι η ζητιανιά, όλ΄αυτά γίναν χτυπήματα απ΄το τακούνι της γοβίτσας σου, σ΄ένα σώμα που κατέρρεε βρίζοντας και φτύνοντας αίμα.
«Καλέ κορίτσι μου, στ΄όνομα του Θεού και της Παναγίας», στρίγκλισε ξανά η γυναίκα απ΄το παραθύρι, έχοντάς τα τελείως χαμένα.
Ο Αποστόλης κείτονταν μέσα σε μιά λίμνη αίματος και έτρεμε ανήμπορος.
Οι γυναίκες είναι να μη φτάσουν στα άκρα, ένα βήμα απ΄το γκρεμό. Έτσι και φτάσουν, δέκα φορές σκληρότερες γίνονται απ΄τους άντρες. Τη ζωή τη σέβονται, γιατί αυτές τη δημιουργούν, φτάνει να μη τεντώσεις τις χορδές τους ώσπου να σπάσουν.
Περνάει σαν αστραπή απ΄το μυαλό σου, να του δώσεις ένα τελειωτικό χτύπημα, χτυπώντας με το τακούνι σου μέσα στην τρύπα του αυτιού του αλλά, όχι Αννίτσα! Φτάνει ως εδώ...
Τον φτύνεις μιά και δυό φορές, τον παρατάς εκεί και γνέφεις στη γυναίκα στο παραθύρι, «φώναξε τώρα, κυρά, την αστυνομία, να΄ρθούν να τον μαζέψουν...» και μόλις το λες, ένας ορμητικός άνεμος μπαίνει στο στενό, βουίζοντας. Σηκώνει το σώμα σου πλάγια, το παίρνει μαζί του, κρατώντας το κάτω απ΄τη μασχάλη του, στρίβει στη γωνιά και χάνεται.
*To απόσπασμα με τους κόκκινους χαρακτήρες είναι λόγια της μαύρης Αμερικανίδας τραγουδίστριας Billie Holiday – ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ, Η ΚΥΡΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΤΑ ΜΠΛΟΥΖ, εκδ. ΑΓΡΑ, Αθήνα 1984, σελ. 100-101
Κάθε πιθανή ομοιότητα των χαρακτήρων με πραγματικά πρόσωπα είναι τελείως τυχαία.
Κώστας Λαδόπουλος
Στοκχόλμη, ένα Σάββατο του 2009
Σχεδόν έτρεχε.
Στο κεφάλι της κουβάρι οι σκέψεις.
Ένα νεύρο χτύπαγε στ΄αριστερό της μάτι.
Κάποιον θα δεις, λέει ο κόσμος και στ΄αλήθεια, είδε κάτι. Είδε μιά μπουνιά το πρωί νά΄ρχεται προς το μάτι της, έσκυψε λίγο και την έφαγε στο μάγουλο.
”Γαμημένε”, έτριξε τα δόντια της.
Κοίταξε σ΄ένα μεγάλο ρολόι και δεν είδε τη λεμονόκουπα. Το σώμα της αποσπάστηκε από το δρόμο κι έμεινε μετέωρο στον αέρα. Μ΄ένα κωμικό τρόπο έκανε κάποιες απεγνωσμένες προσπάθειες να ξανάβρει ισορροπία αλλά, σα να ακινητοποιήθηκε στο κενό.
Κανείς δε φάνηκε να το βλέπει, αν και προχωρούσε ανάμεσα σε πολλούς περαστικούς.
Να, λοιπόν που το μικρό της σώμα στέκεται πλάγια στον αέρα, ένα πόδι εδώ μπομ, κι ένα πόδι εκεί μπιμ, κι ο στρουμπουλός αγκώνας της διπλωμένος να τρεμουλιάζει.
Ο χρόνος παγώνει κι η Νίτσα κατεβαίνει μες τον εαυτό της.
”Μαύρη η ώρα κι η στιγμή που τον πήρα μ΄αυτή τη ζήλεια του, [το φόβο του να λες], τον καριόλη. Εγώ ξεγλύστρησα απ΄το το κατώφλι της κόλασης και να με βαράει τώρα αυτό το καθήκι, εδώ που ήρθα να σωθώ... Γαμώ τη μοίρα μου…» Η προστασία. Η ανάγκη γιά προστασία, η μεγάλη παγίδα.
Βρέθηκε καθισμένη στα γόνατα του πατέρα της, να της χαϊδεύει τα μαλλιά και να την ταχταρίζει.
”Κατεργαρούλα Νιτσουλάκι, γλυκό μου γιαβρί” κι έσκυβε, κουνώντας το πρόσωπό του μέσα στον τρυφερό λαιμό της και τα μουστάκια του μύριζαν παστουρμά κι εκείνη ξεκαρδιζόταν.
Έκανε μιά κίνηση να του χαϊδέψει τη μύτη του πού΄μοιαζε μελτζάνα.
Πάει τζάμπα ο άνθρωπος. Γιά ένα άδειο πουκάμισο τινάχτηκαν όλα στον αέρα.
”Κάτσε, βρε Νίτσα, πονάει αυτό, μανάρι μου”, της παραπονιόταν που τού΄βαζε ένα μανταλάκι στη μύτη.
Εκείνη η πέτρα που την κλώτσαγε στο δρόμο, τρέχοντας ανέμελλη με τη σάκκα στον ώμο. Απ΄το σχολείο ώσαμε το σπίτι την κλώτσαγε κι αυτή σπιθοβολούσε, πέταγε ανταύγειες και στριφογύριζε, σα νά΄παιζε κι εκείνη μαζί της. Μιά πέτρα σ΄ένα δρόμο. Έχουν ψυχή κι οι πέτρες, της λέγανε, αλλά τότε δε τα πίστευε αυτά.
”Χτύπησες, πουλάκι μου;”. Ένα μαλακό χέρι την κρατούσε απ΄τη μασχάλη τρυφερά.
Μιά γυναίκα.
Είχε πέσει.
Δε κατάλαβε τίποτα.
”Όχι, όχι, εντάξει είμαι”. ”Τι εντάξει, κορίτσι μου, έκανες μελανιά στο μάγουλο”.”Όχι, αυτή την είχα. Χτύπησα το πρωί…”. ”Χτύπησες ή…”.
Της ξέφυγε σαν αλαφιασμένη. ”Γαμημένε Αποστόλη… Δε θα το ξεχάσω αυτό, παλιομπινέ!”.
Φάνηκε νά΄ρχεται το τραμ και πήδηξε μέσα του. Έστριψε το σώμα κι έριξε μιά ματιά στο πίσω μέρος του φουστανιού της. Λίγη σκόνη. Τινάχτηκε. Η ώρα είχε περάσει, έπρεπε να βιαστεί. Οι ρόδες του τραμ τσίριζαν. Το σίδερο πάνω στο σίδερο φωνάζει, αναστενάζει.
Αναστέναξε βαθιά κι άνοιξε την τσάντα της. Το κοκκινάδι, οι ζίλιες, το μαντηλάκι, το χαρτί με τους στίχους, η ταυτότητα, δυό-τρεις καραμελίτσες.
Ένιωσε έρημη.
Της ήρθαν δάκρυα στα μάτια.
Ένα σύννεφο μοναξιάς να την κυκλώνει, όλοι κι όλα ξένα και εναντίον της.
Τί κακό έκανε; Είχε μιά καλή φωνή και κοίταζε να συμπληρώνει ένα χαρτζιλίκι. Ούτε τραβιόταν, ούτε μαγαζιά, ούτε ξενύχτια, τίποτα.
Μιά άδεια ζωή δίπλα σ΄ένα λεχρίτη.
Πρέπει να ψωνίσω κολοκύθια μετά. Και ρύζι.
Το ρύζι το πλένεις πρώτα, να φύγουν οι ποντικοκουράδες, καλό πλύσιμο θέλει, δυό τρία νερά. Μετά, ψιλοκόβεις κρεμυδάκι, το τσιγαρίζεις λίγο, ρίχνεις το ρύζι κι ανακατώνεις να μην αρπάξει . Έπειτα ρίχνεις το νερό, λίγη φυτίνη αν έχεις, λίγες σταφιδούλες αν έχεις, λίγο κουκουνάρι αν έχεις, άντε και λίγο μπάχαρι, αλάτι, πιπέρι.
Τα γνωστά.
Το ψήνεις κι έρχεται ο γαμημένος ο Αποστόλης που μου κάθισε μιά μπουνιά ο άναντρος, το κέρατο το βερνικωμένο, και μας κάνει και το μάγκα, ο ηλίθιος. Και γιατί τον ανέχομαι τόσα χρόνια;
Δεν έχεις τίποτα να πεις κατεβαίνοντας το πηγάδι, γιατί της μοίρας τα σκληρά χαστούκια καλά καταμεμάθηκες, στη μαλακή σου υπομονή όμως, τέρμα και φραγμούς δε βάζεις.
Σάμπως είσαι η μόνη; Η διπλανή σου, η ξαδέρφη σου, η Λούλα η χοντρή, τα ίδια δε τραβάνε με τους τζιτζιφιόγκους τους;
Ίσιωσ΄το φουστανάκι σου, σκούπισε το δάκρυ και προχώρα, γυναίκα, προχώρα στην εγγραφή και, κοίτα, α δε σε χαιρετήσουν, χαιρέτα εσύ η ίδια τον εαυτό σου και βράστους αυτούς. Όλοι μιά φάρα είναι, εγωίσταροι και σκατόψυχοι.
Έτσι λοιπόν με τη Νίτσα. Ακούει τις φωνές του κεφαλιού της, σκουπίζει τα δάκρυα και τινάζει ψηλά το μέτωπο.
Τώρα ήρθε η ώρα να κατέβει. Μ΄ένα πηδηματάκι στο δρόμο και εμπρός, βήμα ταχύ, τραβάει γιά την εγγραφή.
Ανεβαίνει τις σκάλες, ”γειά σου, Αννίτσα” τη χαιρετάει ο Ρ… που κατεβαίνει μαζί μ΄ έναν απ΄τους διευθυντάδες και έχουν ένα μουλωχτό κουβεντολόι.
Κι άλλοι, κι άλλοι ανεβοκατεβαίνουν.
Κάποιοι να περάσουν ένα τραγούδι, άλλοι τους στίχους τους, κιθάρες, βιολιά, cümbüs, μπουζούκια, μπαγλαμαδάκια.
Οι πλάκες βγαίνουν με τη σέσουλα, οργασμός. Ο κόσμος αγοράζει, φτηνά δεν είναι, παρηγοριά όμως θέλουν, να ξεφύγουν γιατί πολλά τους πέσαν. Τό΄να φεύγει, τ΄άλλο έρχεται. Μάλλον τίποτα δε φεύγει, όλα παραμένουν κι από πάνω στοιβάζονται καινούργια βάσανα.
Βάστα καρδιά, όλα εδώ θα μείνουνε. Σε ποιόν να πεις τον πόνο σου, όταν όλοι ίδια φορτία κουβαλούν; «Ποιός έχει μαύρη την καρδιά να γίνουμε συντρόφοι, να περπατάμε σ΄ερημιές να μη θωρούμ΄ανθρώποι..."
«Μ΄έχεις πρήξει! Δε θα μου πεις εσύ εμένα πως θα κάνω. Εγώ αποφασίζω εδώ! Όταν λέμε ότι κάτι δε θα τσουλήσει, πάει τελείωσε! Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Καταλαβαίνεις ή όχι;» Στέκεται μπροστά σε μιά ψηλή πόρτα ο μικρός το δέμας δερβέναγας, με τα δυό χέρια στις τσέπες του σακακιού του και τις πιέζει προς τα κάτω με ερεθισμένες κινήσεις, σχεδόν χοροπηδώντας επιτόπου.
Ο άλλος τον κοιτάζει σα βρεμένη γάτα.
«Γειά σου, Αννίτσα, βιάσου. Σε περιμένουν απάνω», της πετάει μ΄ένα προσποιητό χαμόγελο. «Τί έπαθε το μάγουλάκι σου;»
Κάνεις μικρούς κύκλους με το χέρι σου γιά να του δώσεις να καταλάβει ότι δεν είναι της στιγμής και συνεχίζεις τις σκάλες.
Τώρα στο διάδρομο με τα χλωμά art deco λαμπογυάλια που ρίχνουν ένα βερυκοκί φως.
Στην τελευταία πόρτα. Απέξω, στέκεται μιά, και τρεις της εταιρίας. Αναγνωρίζει τη γυναίκα. Φίρμα, πιασμένο όνομα της ελαφριάς μουσικής. Κρατάει με το ένα χέρι μιά κιθάρα και με τ΄άλλο χειρονομεί, χεπ χεπ. «
Δε μπορείτε να μου κάνετε τέτοια εμένα. Ήταν ή δεν ήταν η σειρά μου;», φωνάζει επιτακτικά και τα μάτια της πετάνε σπίθες.
«Σας εξηγήσαμε, ήρθε εντολή άνωθεν και οφείλεται σε τεχνικούς λόγους. Λυπούμαστε αλλά, τί να κάνουμε, συμβαίνουν αυτά. Δε πρόκειται ν΄αργήσουν, μην ανησυχείτε».
Έχεις πλησιάσει και κοντοστέκεσαι. «Καλημέρα, Αννίτσα. Έλα, πέρνα μέσα», λέει ένας απ’ τους τρεις και παραμερίζει.
«Εσύ είσαι η λεγάμενη; Εσύ μου παίρνεις τη σειρά;», της λέει η γυναίκα με την κιθάρα και το βλέμμα της είναι παγωμένο σαν έχιδνας.
«Ναι, δε το προκάλεσα εγώ. Κάνω όπως με ειδοποίησαν», της λες. «Μάλιστα! Ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα», λέει η έχιδνα και σε κοιτάζει με περιφρόνηση, από πάνω ίσαμε κάτω.
«Δεν είμαστε στα καλά μας, καθόλου στα καλά μας...»Αννίτσα, κρατήσου. Να την αρχίσω τώρα στις μπάτσες και να της φέρω και την κιθάρα κολάρο της παλιομαϊμούς ή να κάνω την πάπια;
«Γιαβρί μου», εμφανίζεται η εικόνα του πατέρα στην οθόνη του μυαλού σου, «μείνε ήρεμη. Μη καταδέχεσαι. Εσύ ξέρεις τι είσαι κι από που έρχεσαι. Άστην αυτή τη σκύλα να γαυγίζει. Θυμήσου από που έρχεσαι και μη ξοδεύεσαι...»
Οι γλώσσες φωτιές που άναψαν μέσα σου, πετάχτηκαν προς τα πάνω και σου λαμπάδιασαν το κεφάλι, τραβιούνται πίσω και σβύνουν. Μ΄ένα χαμόγελο της πετάς, «ας πούμε πως δε το άκουσα αυτό. Πάω μέσα...»
”Ανακάλυψα ότι η βασική διαφορά ανάμεσα στην Πάνω Πόλη και στην Κάτω είναι πως στην Πάνω οι άνθρωποι είναι πιό ντόμπροι. Ή μάλλον έτσι μου φαίνεται πως είναι. Στην Πάνω Πόλη μιά πουτάνα είναι πουτάνα, ο νταβατζής νταβατζής, ο κλέφτης κλέφτης, η αδερφή αδερφή, η τζιβιτζιλού τζιβιτζιλού, τα μαμόθρευτα μαμόθρευτα. Στο κάτω μέρος ήταν πολλές φορές κυρία της καλής κοινωνίας, ο νταβάς υπάλληλος σε διοικητική θέση, η αδερφή πλαίυμπόυ, η τζιβιτζιλού ντεμπυτάντ, το μαμόθρευτο κάποιος που δεν μπορούσε να προσαρμοστεί κι είχε προβλήματα.Ποτέ δεν κατάφερνα να τα βγάλω πέρα μ΄αυτό το διπλό προσωπείο. Κι όταν μερικές φορές τα θαλάσσωνα, ο κοκοροκαυγάς φούντωνε με το κατευθείαν· τελικά κανένας εκειπέρα δεν έλεγε ποτέ τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη” *
Μέσα είναι αρκετοί. Το μάτι σου πέφτει στον πιό ψηλό, με το πρόσωπό που λάμπει από καλωσύνη.”Γειά σου Κωστάκι”, και σου κλείνει το μάτι όλο τρυφεράδα.
Αυτουνού η ζεστασιά σου μετράει πολύ, Αννίτσα. Και των αλλονών, αλλά αυτός έχει κάτι ιδιαίτερο. Δεν είναι μόνο η φωνή του όταν τραγουδάει που σε πάει, κι εγώ δε ξέρω που, είναι, πως να το πούμε, αληθινός μέχρι την τελευταία του σταγόνα. Κι αυτός ”από κει” και τυραγνισμένος αλλά, πάντα μ΄ένα χαμόγελο.
Κι εκεί, μέσα στα καμώματα του βιολιτζή, [άλλο μάλαμα αυτός] με αγγέλους να φτεροκοπούν ανάμεσα στα δάχτυλά του, με το cümbüs που ακολουθεί μέχρι τελευταία νότα, την κιθάρα που την παίζει ένας άλλος φλογισμένος απ΄το δικό του δαίμονα, ο ψηλός, ο βελούδινος τραγουδιστής που περιμένει τη σειρά του γιά να χτυπήσει τα δικά του τραγούδια, θα σου πετάξει θερμά, «γειααά σου, ρε Αννίτσα!» και συ του χαμογελάς, ενώ η φωνή σου ανοίγει και κλείνει, σα τα λουλουδάκια εκείνου του σεμνού αναρριχώμενου που το λένε «Έρωτα» και ανθίζει τα δειλινά.
Τραγουδάς γιά μπαλκόνια που τα φυσάει ο αέρας, γιά τον ερωτευμένο που δε του ενδίδεις και στέκεται από κάτω και μαραζώνει.
Εσύ είσαι το τραγούδι, εσύ είσαι που θα μείνεις.
Εσύ και τα όργανα που το παίζουν, οι ψυχές των γνωστών και άγνωστων μουσικών που δε γράφτηκαν τα ονόματά τους.
Θα περάσεις σα «κομπάρσα» στην ιστορία, λίγα ως τίποτα θα λένε γιά σένα αλλά, δικό τους καπέλο.
Εσύ είσαι η ψυχή, εσύ το άστρο, εσύ θα αγκυλώνεις τις καρδιές αυτών που θ΄ακούν το τραγούδι σου.
Μετά από χρόνια πολλά, όταν θά΄σαι πιά παραχωμένη στη Γη, φανατικοί νέοι θιασώτες θα σε παρακάμπτουν γιατί δε θα καταλαβαίνουν, αλλά μη σε νοιάζει.
Η ζεστασιά της ψυχούλας σου θα μείνει χαραγμένη στ΄αυλάκια της πλάκας, γιά όσους δεν έχουν τοίχους στ΄αυτιά...
«Γαμώ τη φάρα που σε πέταγε, ξεφτιλισμένη!».
Σου βγήκε σα φάντης ο Αποστόλης, μόλις έστριψες στη γωνιά.
Δε το περίμενες.
Το χνώτο του ήρθε στο πρόσωπό σου και μύριζε σάπια δόντια κι αγωνία. Τα μάτια του ήταν σφιγμένα και το πουλόβερ του το φόραγε το μέσα-έξω. Είχε κιόλας σφίξει τα χέρια του γύρω απ΄το λαιμό σου και σε ταρακούναγε πέρα-δώθε.
Οι βρισιές βγαίναν σκοτεινές και φρενιασμένες κι απ΄το στόμα του πετάγονταν σάλια.
«Καλέ, τί κάνεις εκεί;» στρίγκλισε μιά γυναίκα απ΄ένα παραθύρι, «θα το πνίξεις το κορίτσι...».
Ο Αποστόλης δεν άκουγε τίποτα. Είχε μπει σ΄ένα ορμητικό ποτάμι με μαύρα νερά που τον παράσερναν.
Τα μάτια σου γούρλωσαν, άρχισες να βγάζεις ρόγχους απ΄το λάρυγγα. Ένιωσες πως πάει, ως εδώ ήταν η ζωούλα σου. Από στιγμή σε στιγμή θα σωριαζόσουν κάτω σαν άδειο σακκί άψυχη κι η ψυχή σου θα έφευγε στο βάθος του άδειου δρόμου, πάνω απ΄τα σπίτια, να πάει να συναντήσει τον πατέρα σου, τη μάνα σου κι όλους αυτούς που τζάμπα χάθηκαν απ΄το σόι σου.
Γιά ένα δευτερόλεπτο έχασες το φως, όλα σκοτείνιασαν.
Το έξω φως γιατί μέσα σου είδες εκείνη την πέτρα να σηκώνεται ψηλά και να στριφογυρίζει αφηνιασμένη βρρρ...
Τα λίγα κέντρα υποστήριξης της ζωής που δεν είχαν ολότελα αδρανοποιηθεί μέσα σου, πυροδοτήθηκαν. Στείλαν σήματα το ένα στο άλλο, γλήγορα, γλήγορα, χανόμαστε, το αίμα κόχλασε, η αντλία της καρδιάς φούσκωσε και ξεφούσκωσε μ΄όση δύναμη της απόμενε, ο εγκέφαλος τα σύλλεξε όλ΄αυτά και έδωσε την εντολή, ΧΤΥΠΑ!
Το ένα σου πόδι ανασηκώθηκε, το άλλο στηλώθηκε γερότερα και με μιά αυτόματη κίνηση, βάρεσε το γόνατό σου τ΄αχαμνά του.
Η κραυγή του βγήκε θολή, γκρίζα, αλλόκοτη. Πρώτα η φωνή του πόνου και κολλητά, «ποτάνα ξεσκισμένη!».
Τα χέρια του σ΄άφησαν κι έπεσε στα γόνατα.Τώρα παίρνεις απεγνωσμένες ανάσες και τ΄οξυγόνο ορμάει μέσα σου, ζαλίζοντάς σε. Γέρνεις πάνω στον τοίχο, κι άλλες ανάσες, κι άλλες, γλήγορα, γλήγορα, προτού σηκωθεί στα πόδια του. «Τσάκισέ τον!», μούγκρισε μέσα σε μιά λάμψη του μυαλού ο πατέρας σου, «Τσάκισέ τον, κόρη μου, πριν σε στείλει εκίνος στον Άδη!».
Το πόδι σου σηκώθηκε ακόμα μιά φορά, η φτέρνα κάμφθηκε και το τακούνι της γοβίτσας σου τον πέτυχε ακριβώς δίπλα στο μάτι.
Τον πήραν τα αίματα.
Έφαγε δυό τακουνιές ακόμα, από ένα πλάσμα που είχε χάσει κάθε έλεγχο. Όλοι οι πόνοι της κόλασης που είχες ζήσει ανήμπορη στα έντεκά σου χρόνια, το κολύμπι ανάμεσα στα τουμπανιασμένα πτώματα, το ταξίδι με το σαπιοκάραβο, οι προσβολές στην Παλιά Ελλάδα, ο αγώνας γιά την επιβίωση κι η ζητιανιά, όλ΄αυτά γίναν χτυπήματα απ΄το τακούνι της γοβίτσας σου, σ΄ένα σώμα που κατέρρεε βρίζοντας και φτύνοντας αίμα.
«Καλέ κορίτσι μου, στ΄όνομα του Θεού και της Παναγίας», στρίγκλισε ξανά η γυναίκα απ΄το παραθύρι, έχοντάς τα τελείως χαμένα.
Ο Αποστόλης κείτονταν μέσα σε μιά λίμνη αίματος και έτρεμε ανήμπορος.
Οι γυναίκες είναι να μη φτάσουν στα άκρα, ένα βήμα απ΄το γκρεμό. Έτσι και φτάσουν, δέκα φορές σκληρότερες γίνονται απ΄τους άντρες. Τη ζωή τη σέβονται, γιατί αυτές τη δημιουργούν, φτάνει να μη τεντώσεις τις χορδές τους ώσπου να σπάσουν.
Περνάει σαν αστραπή απ΄το μυαλό σου, να του δώσεις ένα τελειωτικό χτύπημα, χτυπώντας με το τακούνι σου μέσα στην τρύπα του αυτιού του αλλά, όχι Αννίτσα! Φτάνει ως εδώ...
Τον φτύνεις μιά και δυό φορές, τον παρατάς εκεί και γνέφεις στη γυναίκα στο παραθύρι, «φώναξε τώρα, κυρά, την αστυνομία, να΄ρθούν να τον μαζέψουν...» και μόλις το λες, ένας ορμητικός άνεμος μπαίνει στο στενό, βουίζοντας. Σηκώνει το σώμα σου πλάγια, το παίρνει μαζί του, κρατώντας το κάτω απ΄τη μασχάλη του, στρίβει στη γωνιά και χάνεται.
*To απόσπασμα με τους κόκκινους χαρακτήρες είναι λόγια της μαύρης Αμερικανίδας τραγουδίστριας Billie Holiday – ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ, Η ΚΥΡΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΤΑ ΜΠΛΟΥΖ, εκδ. ΑΓΡΑ, Αθήνα 1984, σελ. 100-101
Κάθε πιθανή ομοιότητα των χαρακτήρων με πραγματικά πρόσωπα είναι τελείως τυχαία.
Κώστας Λαδόπουλος
Στοκχόλμη, ένα Σάββατο του 2009
Μη μου μιλάτε γιά πατρίδα...
Με κάθετη επιμονή
αρνούμενος το καθημερινό συσσίτιο του μέλανα ζωμού
μπαίνω με το μέτωπο ψηλά σ΄ένα πλατύ δρόμο του Βορρά
ενώ στ΄αυτιά μου κροταλίζουν
τα κουτάλια της Ρίτας Αμπατζή από το "Χήρα, μ΄έκαψες"
κι ο στόμας - όπως λέγαν κάποτε-τραγουδάει από μόνος του
-Με συγχωρείτε, μήπως τρελαθήκατε;
-Όχι, απλά δεν παραδίδομαι, όπως κι εσύ, Νίκο Εγγονόπουλε.
Αν και δεν έχω υποβληθεί σε ΚΤΕΟ γονιδιακών εξετάσεων
γνωρίζω πως κάπου, σφηνωμένο βρίσκεται,
γονατιστό και αδρανές απ΄τα σκαμπίλια,
ξεραμένο σα σταφίδα στον ήλιο,
ένα Μικρασιάτικο γονίδιο τρέλας.
Μεταξύ μας, είναι υγιής αντίδραση, του νου και της καρδιάς,
το πήδημα του μαντρότοιχου,
το ήλιασμα στην τρέλα.
Εκεί ξεκινάει,
εκεί ξεδιπλώνεται το"οράν φάος ηελίειο."
Εκεί συνεχίζει η ζωή που διακόπηκε
μ΄ένα απότομο τράβηγμα απ΄τα μαλλιά
κάποια στιγμήπου σπρώχναμε απαλά ένα τσιγκάκι από Μπυράλ
στα πεζοδρόμια των ανθρώπων
ανέμελλοι, χαλαροί κι αδιάφοροι γιά τον "πολιτισμό",
την αποτελεσματικότητα,
την "εξέλιξη"
και τη διαστρέβλωση του παραδείσου
γι αυτό, αφείστε,
μη βιάζετε,
επιμηκύνετε τον καλπασμό στις ράχες των ονείρων,
γιατ΄η ζωή είναι μονάχα μία.
Κανείς δε διαβεβαίωσε και γι άλλες...
Με κάθετη επιμονή
αρνούμενος το καθημερινό συσσίτιο του μέλανα ζωμού
μπαίνω με το μέτωπο ψηλά σ΄ένα πλατύ δρόμο του Βορρά
ενώ στ΄αυτιά μου κροταλίζουν
τα κουτάλια της Ρίτας Αμπατζή από το "Χήρα, μ΄έκαψες"
κι ο στόμας - όπως λέγαν κάποτε-τραγουδάει από μόνος του
-Με συγχωρείτε, μήπως τρελαθήκατε;
-Όχι, απλά δεν παραδίδομαι, όπως κι εσύ, Νίκο Εγγονόπουλε.
Αν και δεν έχω υποβληθεί σε ΚΤΕΟ γονιδιακών εξετάσεων
γνωρίζω πως κάπου, σφηνωμένο βρίσκεται,
γονατιστό και αδρανές απ΄τα σκαμπίλια,
ξεραμένο σα σταφίδα στον ήλιο,
ένα Μικρασιάτικο γονίδιο τρέλας.
Μεταξύ μας, είναι υγιής αντίδραση, του νου και της καρδιάς,
το πήδημα του μαντρότοιχου,
το ήλιασμα στην τρέλα.
Εκεί ξεκινάει,
εκεί ξεδιπλώνεται το"οράν φάος ηελίειο."
Εκεί συνεχίζει η ζωή που διακόπηκε
μ΄ένα απότομο τράβηγμα απ΄τα μαλλιά
κάποια στιγμήπου σπρώχναμε απαλά ένα τσιγκάκι από Μπυράλ
στα πεζοδρόμια των ανθρώπων
ανέμελλοι, χαλαροί κι αδιάφοροι γιά τον "πολιτισμό",
την αποτελεσματικότητα,
την "εξέλιξη"
και τη διαστρέβλωση του παραδείσου
γι αυτό, αφείστε,
μη βιάζετε,
επιμηκύνετε τον καλπασμό στις ράχες των ονείρων,
γιατ΄η ζωή είναι μονάχα μία.
Κανείς δε διαβεβαίωσε και γι άλλες...
Two fragments are looking for reactions...
(from my unpublished book "Ekektra Z")
1.Timi Thalion
The first android became operational in the year 2047. At least, that was the official version. An unknown number of androids had in fact started functioning much earlier, but no one knows the exact date. In some old archives of the year 2007, we found the information that a peculiar Greek writer had claimed that one of the presidents of the USA - a president who left behind him a legacy of bad memories- had very possibly been an android. The Greek writer, in collaboration with a team of expert scientists, studied thousands of television pictures of the American president's face and reached the conclusion that it could not possibly be the expressions of any human creature. His face was constantly trying to retain a sombre expression when commenting on the great and catastrophic events which had befallen his country, but his sombreness was always succeeded by a smile, as if he was secretely pleased about what had taken place.
This not withstanding, we have to accept Timothea (Τimi) Τhalion, or T.T., the ephemeral", as she was nicknamed by a woman journalist, as the first android to ever "enter circulation" in Gaia. She was given the name Timothea, which means "she who honours the divine", in order to pre-empt the reactions of fanatical religious organizations, which might consider, as in the end they did, the creation of a mechanical human creature as offensive.
The name did not manage to save Timi either from constant assoults with tomatoes and eggs, or ftom at least three known assassination attempts, using powerfull "Vlastov" microbombs. These bombs, or more precisely grenades, specially devised for the extermination of androids, are hand held. The hand motion activates a tiny motor, which allows the microbombs to fid their way to the target and stick on it through powerfull suction mechanisms. Following this, small steel drills penetrate the android's body, where they release a chemical powder mixed with a sticky substance which destroys circuits.
The surname Thalion, a version of the Greek name Talos, was given to her in honour of the first mechanical creature of the mythological world, constructed in Minoan Crete by the inventor Deadalus.
Timi was a very tall slender woman, with a perfectly contoured body, a beautiful face and eyes designed to shine like polyhedral diamonds.The night the manufacturing company Ercibon presented Timi Thalion on SuperGeo, the biggest TV station in the planet reached record audience ratings. Two billion two hundred and twenty milillion viewers, that is, 98% of those who had survived the catastrophic war of the two Hemispheres, watched the great ceremony in honour of the first android. Timi received 127,000 bunches of flowers, and the cash gifts deposited in her bank account were enough for her to live on for twenty five lives.
The estimated life span og the first android was seven years. The beautiful Timi became the greatest celebrity on the planet. She wrote her memoir in the sixth year of her life, where she revealed that she had only felt happy during the first year of her life.In her last TV interview, when asked whether she would wish her life to be longer, she left everyone speechless when she replied "under different circumstances, perhaps, but under the current ones (in the year 2053), no, I do not envy your longvity!"She also expressed her wish to have her inoperative body painted with haematite (a red ochre), put in a giant nautilus shell*, and buried in the ground.Everyone was astonished. SuperGeo's messaging devices almost melted as millions of impressed viewers demanded to know Timi's reasons. Timi gave a good history lesson, explaining that she wanted to honour an ancient Australian myth, which narrated that Oundipa women had created Gaia's haematite's reserves by shedding lots of blood from their wombs. Timi also reminded the audience that many tombs with human bodies painted red had been found, one of them containing the sceleton of a child which had died 83,000 years ago, whose body had been placed in a shell.
Unfortunately, her last wish was not respected. When her bodily functions stopped, she was covered with a special glue and embalmed.Her body was placed in the Metropolitan Museum of Atlantica, the hypercapital, and became an object of worship, not just by people, but also by all androids manufactured after her..."
2. The two Ertzkas
"... The employee who served them before escorts them to the exit and bows thanking them. The two androids pay no attention to him and leave the store."Sour faces!", the employee whispers through his teeth.The female Ertzka hears him though. She stops abruptly, turns around and gives him a frosty look. Her eyes turn yellow for a second and the emplyee watches in amazement as all the buttons of his uniform pop and fall on the floor, while his tie turns upward and refuses to come down. The android makes a sound reminiscent of an evil laugh and runs to catch up with the male one.The two Ertzkas, in their fluorescent jackets, walk down the road and stop an overground taxi."Hotel Merimar, please", the female says through the microphone, whilst the camera in the front part of the vehicle processes their image through the computer and sends it to the traffic surveillance unit for filing.
They enter the room without turning on the lights. They move easily in the dark and the female opens the balcony doors. Then it joins the male who's already sitting on the sofa."How do you feel, Nevi;", he asks her, tilting his head to one side."As relaxed as I always feel in the cloud of warmth you radiate", she whispers to him in reply, her hand lightly stroking his nose.This gesture must be some sort of a love code, because he stands up and she starts taking his clothes off slowly. Afterwards he does the same to her. The coloured reflections of the city light the two creatures, who stand facing each other. They are silent. Their eyes turn a deep violet colour and their faces become moist. She turns her back to him. The male Ertzka touches her shoulders with the tips of his fingers and she lets out an odd sound.
In time past, when humanity had started to produce the second generation of primitive robots, many intellectuals were critical of this new "species". They claimed that no matter how much robots might develop in the future, they would never be able to feel like a human. They insisted that "these machines have the artlessness of pure calculation and the games they offer are based solely on communications and combinations. In this sense they may be said to be virtuous, as well virtual. Their virtue resides in their tranparency, their functionality, their absence of passion and artifice. Artificial intelligence is a celibate machin... Τhere are prostheses that can work better than humans, "think" or move around better than humans, but there is no such thing as a replacement for human pleasure, or for the pleasure of being human...That is why a human can always be more than he is, whereas machines can never be more than they are".Thoughts like these had been expressed a decade before the end of the distant year 2000, by one of the brightest minds of this era, and they were taken very seriously. Today, of course, they sound like naive jokes. When somebody asked Timi Thalion, the first android, for her view on such pronouncements, she replied: "No comment! The question itself is patronizing".
Seeing the two Ertzkas making love to each other in the dark hotel room, one would be justified thinking that humans have always exaggerated their uniquness and underestimated the potential of technological culture. These two advanced androids look like flamingos in love, and behave towards each other with such a warmth and tenderness that their satisfaction seems well beyond human limits.
The female climbs onto the body of the male, using the powerfull magnets androids have for emergency use, and appliew pressure with her fingertips on various parts of his naked body: under the armpits, in the middle of the chest, on the last vertebra of his spine, on his knees. The male Ertzka seems in ecstasy, entirely abandoning himself to her attentions. This one-sided game lasts about a quarter of an hour and then it is his turn.His body starts steaming and the pupils of his eyes grow wider. He lays her body on the floor and gives her a deep kiss, making her light up and become semi-transparent.In a cloud of hot steam lit upp supple body rolls in dizzying ecstasy, as sounds reminiscent of birds of paradise come out of her mouth. Hearing these sounds one can better understand the comment made by one of the two humans married to androids during an interview: "I feel as if I am married to a bird..."
1.Timi Thalion
The first android became operational in the year 2047. At least, that was the official version. An unknown number of androids had in fact started functioning much earlier, but no one knows the exact date. In some old archives of the year 2007, we found the information that a peculiar Greek writer had claimed that one of the presidents of the USA - a president who left behind him a legacy of bad memories- had very possibly been an android. The Greek writer, in collaboration with a team of expert scientists, studied thousands of television pictures of the American president's face and reached the conclusion that it could not possibly be the expressions of any human creature. His face was constantly trying to retain a sombre expression when commenting on the great and catastrophic events which had befallen his country, but his sombreness was always succeeded by a smile, as if he was secretely pleased about what had taken place.
This not withstanding, we have to accept Timothea (Τimi) Τhalion, or T.T., the ephemeral", as she was nicknamed by a woman journalist, as the first android to ever "enter circulation" in Gaia. She was given the name Timothea, which means "she who honours the divine", in order to pre-empt the reactions of fanatical religious organizations, which might consider, as in the end they did, the creation of a mechanical human creature as offensive.
The name did not manage to save Timi either from constant assoults with tomatoes and eggs, or ftom at least three known assassination attempts, using powerfull "Vlastov" microbombs. These bombs, or more precisely grenades, specially devised for the extermination of androids, are hand held. The hand motion activates a tiny motor, which allows the microbombs to fid their way to the target and stick on it through powerfull suction mechanisms. Following this, small steel drills penetrate the android's body, where they release a chemical powder mixed with a sticky substance which destroys circuits.
The surname Thalion, a version of the Greek name Talos, was given to her in honour of the first mechanical creature of the mythological world, constructed in Minoan Crete by the inventor Deadalus.
Timi was a very tall slender woman, with a perfectly contoured body, a beautiful face and eyes designed to shine like polyhedral diamonds.The night the manufacturing company Ercibon presented Timi Thalion on SuperGeo, the biggest TV station in the planet reached record audience ratings. Two billion two hundred and twenty milillion viewers, that is, 98% of those who had survived the catastrophic war of the two Hemispheres, watched the great ceremony in honour of the first android. Timi received 127,000 bunches of flowers, and the cash gifts deposited in her bank account were enough for her to live on for twenty five lives.
The estimated life span og the first android was seven years. The beautiful Timi became the greatest celebrity on the planet. She wrote her memoir in the sixth year of her life, where she revealed that she had only felt happy during the first year of her life.In her last TV interview, when asked whether she would wish her life to be longer, she left everyone speechless when she replied "under different circumstances, perhaps, but under the current ones (in the year 2053), no, I do not envy your longvity!"She also expressed her wish to have her inoperative body painted with haematite (a red ochre), put in a giant nautilus shell*, and buried in the ground.Everyone was astonished. SuperGeo's messaging devices almost melted as millions of impressed viewers demanded to know Timi's reasons. Timi gave a good history lesson, explaining that she wanted to honour an ancient Australian myth, which narrated that Oundipa women had created Gaia's haematite's reserves by shedding lots of blood from their wombs. Timi also reminded the audience that many tombs with human bodies painted red had been found, one of them containing the sceleton of a child which had died 83,000 years ago, whose body had been placed in a shell.
Unfortunately, her last wish was not respected. When her bodily functions stopped, she was covered with a special glue and embalmed.Her body was placed in the Metropolitan Museum of Atlantica, the hypercapital, and became an object of worship, not just by people, but also by all androids manufactured after her..."
2. The two Ertzkas
"... The employee who served them before escorts them to the exit and bows thanking them. The two androids pay no attention to him and leave the store."Sour faces!", the employee whispers through his teeth.The female Ertzka hears him though. She stops abruptly, turns around and gives him a frosty look. Her eyes turn yellow for a second and the emplyee watches in amazement as all the buttons of his uniform pop and fall on the floor, while his tie turns upward and refuses to come down. The android makes a sound reminiscent of an evil laugh and runs to catch up with the male one.The two Ertzkas, in their fluorescent jackets, walk down the road and stop an overground taxi."Hotel Merimar, please", the female says through the microphone, whilst the camera in the front part of the vehicle processes their image through the computer and sends it to the traffic surveillance unit for filing.
They enter the room without turning on the lights. They move easily in the dark and the female opens the balcony doors. Then it joins the male who's already sitting on the sofa."How do you feel, Nevi;", he asks her, tilting his head to one side."As relaxed as I always feel in the cloud of warmth you radiate", she whispers to him in reply, her hand lightly stroking his nose.This gesture must be some sort of a love code, because he stands up and she starts taking his clothes off slowly. Afterwards he does the same to her. The coloured reflections of the city light the two creatures, who stand facing each other. They are silent. Their eyes turn a deep violet colour and their faces become moist. She turns her back to him. The male Ertzka touches her shoulders with the tips of his fingers and she lets out an odd sound.
In time past, when humanity had started to produce the second generation of primitive robots, many intellectuals were critical of this new "species". They claimed that no matter how much robots might develop in the future, they would never be able to feel like a human. They insisted that "these machines have the artlessness of pure calculation and the games they offer are based solely on communications and combinations. In this sense they may be said to be virtuous, as well virtual. Their virtue resides in their tranparency, their functionality, their absence of passion and artifice. Artificial intelligence is a celibate machin... Τhere are prostheses that can work better than humans, "think" or move around better than humans, but there is no such thing as a replacement for human pleasure, or for the pleasure of being human...That is why a human can always be more than he is, whereas machines can never be more than they are".Thoughts like these had been expressed a decade before the end of the distant year 2000, by one of the brightest minds of this era, and they were taken very seriously. Today, of course, they sound like naive jokes. When somebody asked Timi Thalion, the first android, for her view on such pronouncements, she replied: "No comment! The question itself is patronizing".
Seeing the two Ertzkas making love to each other in the dark hotel room, one would be justified thinking that humans have always exaggerated their uniquness and underestimated the potential of technological culture. These two advanced androids look like flamingos in love, and behave towards each other with such a warmth and tenderness that their satisfaction seems well beyond human limits.
The female climbs onto the body of the male, using the powerfull magnets androids have for emergency use, and appliew pressure with her fingertips on various parts of his naked body: under the armpits, in the middle of the chest, on the last vertebra of his spine, on his knees. The male Ertzka seems in ecstasy, entirely abandoning himself to her attentions. This one-sided game lasts about a quarter of an hour and then it is his turn.His body starts steaming and the pupils of his eyes grow wider. He lays her body on the floor and gives her a deep kiss, making her light up and become semi-transparent.In a cloud of hot steam lit upp supple body rolls in dizzying ecstasy, as sounds reminiscent of birds of paradise come out of her mouth. Hearing these sounds one can better understand the comment made by one of the two humans married to androids during an interview: "I feel as if I am married to a bird..."
Subscribe to:
Posts (Atom)